Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2012

Όταν τα έλεγε ο Ισοκράτης...





Η διαφορά μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών δεν έγκειται ούτε στην ηλικία, ούτε στην παραγωγική και μορφολογική ικανότητα της χώρας.
Αυτό αποδεικνύεται από χώρες όπως η Ινδία και η Αίγυπτος, που έχουν ιστορία 2.000 χρόνων όμως είναι φτωχές.
Από την άλλη ο Καναδάς, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία, που πριν από 150 χρόνια ήταν άνευ σημασίας, σήμερα είναι ανεπτυγμένες και πλούσιες χώρες.
Η διαφορά μεταξύ φτωχών και πλούσιων χωρών δεν έγκειται στο φυσικό πλούτο που διαθέτουν.....

Η Ιαπωνία είναι χώρα περιορισμένης έκτασης, κατά 80% ορεινή, ανεπαρκής για καλλιέργεια και κτηνοτροφία, αλλά η οικονομία της είναι δεύτερη στον κόσμο. Η χώρα μοιάζει με ένα απέραντο πλωτό εργοστάσιο, που εισάγει πρώτες ύλες απ’ όλο τον κόσμο και εξάγει βιομηχανικά προϊόντα.
Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Ελβετία, η οποία δεν έχει φυτείες κακάου, έχει όμως την καλύτερη σοκολάτα στον κόσμο. Παρ’ όλη τη μικρή της έκταση αυτή η χώρα έχει αναπτύξει την
κτηνοτροφία και το έδαφός της καλλιεργείται 4 μήνες το χρόνο. Σα να μην ήταν αυτό αρκετό, παράγει γαλακτοκομικά προϊόντα αρίστης ποιότητας. Είναι μια χώρα που εκπέμπει μια εικόνα ασφάλειας, τάξης και μόχθου.


Ανώτεροι υπάλληλοι πλουσίων χωρών που επικοινωνούν με αντίστοιχους ανώτερους υπαλλήλους φτωχών χωρών δείχνουν ότι δεν υπάρχει σημαντική διανοητική διαφορά μεταξύ τους. Ούτε και η φυλή ή το χρώμα της επιδερμίδας έχουν καμιά σημασία: οι μετανάστες, που στις χώρες τους αποκαλούνται τεμπέληδες, αποτελούν την παραγωγική δύναμη των πλούσιων Ευρωπαϊκών χωρών.


Πού έγκειται λοιπόν η διαφορά;
Η διαφορά έγκειται στη στάση των ανθρώπων όπως αυτή έχει διαμορφωθεί δια μέσου των ετών από την παιδεία και την κουλτούρα (καλλιέργεια).
Αναλύοντας τη συμπεριφορά των ανθρώπων σε πλούσιες και ανεπτυγμένες χώρες βρίσκουμε, ότι η πλειονότητα των ανθρώπων ακολουθεί τις ακόλουθες αρχές στη ζωή της:
· Ηθική ως βασική αρχή.
· Ακεραιότητα.
· Υπευθυνότητα.
· Σεβασμός προς τους νόμους και τους κανόνες.
· Σεβασμός των δικαιωμάτων των συμπολιτών τους.
· Αγάπη για την εργασία.
· Αγώνας για αποταμίευση και επένδυση.
· Βούληση για πολύ μεγάλη δράση.
· Ακρίβεια.


Στις φτωχές χώρες μόνο μια μικρή μειονότητα ακολουθεί αυτές τις βασικές αρχές στην καθημερινή της ζωή.
Δεν είμαστε φτωχοί επειδή έχουμε έλλειψη πρώτων υλών ή επειδή η φύση είναι σκληρή απέναντί μας. Είμαστε φτωχοί επειδή μας λείπει η σωστή στάση.
Μας λείπει η βούληση να συμμορφωνόμαστε και να διδάσκουμε αυτές τις λειτουργικές αρχές των πλούσιων και ανεπτυγμένων κοινωνιών.

Σάββατο 3 Απριλίου 2010

Άγιο Φως – Μια ιερή και «θαυμαστή» απάτη

Η τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται στις 12 η ώρα το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου και αποτελείται από τρία στάδια:

* α. Λιτανεία
* β. Την είσοδο του Πατριάρχη στον Πανάγιο Τάφο και
* γ. Τις προσευχές του Πατριάρχη για να βγει το Άγιο Φως.

Προετοιμασία του Πανάγιου Τάφου
Το Μεγάλο Σάββατο το πρωί πριν από την τελετή του Αγίου Φωτός γίνεται πρώτα ένας σχολαστικός έλεγχος του Παναγίου Τάφου και αμέσως μετά τον σφραγίζουν με το μελισσοκέρι που είχε ετοιμαστεί το πρωί. Ο έλεγχος γίνεται για να διαπιστωθεί ότι δεν υπάρχει οτιδήποτε μέσα στον Πανάγιο Τάφο το οποίο θα μπορούσε να προκαλέσει φωτιά. Αφού σφραγιστεί ο Πανάγιος Τάφος με το μελισσοκέρι οι αρχές τοποθετούν πάνω στο κερί τις σφραγίδες τους.

Μεγάλο ενδιαφέρον για τον έλεγχο δείχνουν και τα άλλα δόγματα τα οποία έχουν από παλιά αποκτήσει δικαιώματα στον Πανάγιο Τάφο. Το ενδιαφέρον αυτό δεν είναι καθόλου τυχαίο. Αν τύχει κάποια χρονιά να μη βγάλει το Άγιο Φως ο Ορθόδοξος Πατριάρχης τότε θα αναλάβουν το προβάδισμα της τελετής του Αγίου Φωτός άλλοι.

Ο έλεγχος αρχίζει στις 10 το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου και τελειώνει στις 11. Όσο γίνεται ο έλεγχος, Ορθόδοξοι Άραβες νέοι διαδηλώνουν μέσα στον Ιερό Ναό υπέρ των ορθοδόξων δικαιωμάτων. Πρέπει να σημειωθεί ότι τον έλεγχο του Παναγίου Τάφου παρακολουθούν εκπρόσωποι των Αρμενίων και άλλων δογμάτων.

Η ιστορία του «θαύματος»
Oι πρώτες αναφορές για την τελετή ανάγονται στον 2ο αιώνα μ.Χ. και μιλούν για μια απλή συμβολική αναπαράσταση και τίποτε άλλο. Αυτή η ιστορία κράτησε χρόνια. Μέχρι που έφτασαν διάφοροι Φράγκοι παπάδες και τυ­χοδιώκτες, σαν εκείνο τον απερίγραπτο (και μεταγενέστερο βεβαίως) καλόγε­ρο, τον Κουκούπετρο, που διαβάζαμε στα σχολικά βιβλία. Αυτοί κατάλαβαν πως η υπόθεση κρύβει χρυσάφι και το γύρισαν στα… θαύματα! Μάλιστα, για να μαζέψουν κόσμο για τις σταυροφορίες, επικαλούνταν και το «θαύμα» του Αγίου Φωτός! Έτσι, η απλή τελετή με τον συμβολισμό της έδωσε τη θέση της στη δεισιδαιμονία και τον σκοταδισμό.

Οι Άραβες του Ααρούν Αλ Ρασίντ παρέδωσαν στους παπι­κούς καλογήρους τα προσκυνήματα των ΑγίωνΤόπων (μαζί με τα σχετικά προνόμια, που σήμαιναν και πολύ χρυσάφι) στα χρό­νια του Καρλομάγνου (768-814 μ.Χ.). Όταν πέθανε ο χαλίφης, το 889 μ.Χ., τα προνόμια των καλογήρων καταργήθηκαν.

Το 1118 μ.Χ. ο Άραβας κυρίαρχος Σαλάχ Ελ Ντιν παραχώρησε στους ορθόδοξους μοναχούς τα προσκυνήματα των Αγίων Τόπων. Ο Ελ Ντιν όριζε ότι «ο πατριάρχης των Ελλήνων θα είναι ο κύριος του Καμαρέ (ναού του Παναγίου Τάφου) και αυτός θα παίρνει από τον τάφο του Ικάς το Άγιον Φως για να το μοιράζει στους Ναζωραίους (χριστιανούς)».

Έτσι πέρασε στους Έλληνες η δικαιοδοσία του Αγίου Φωτός και ο έλεγχος αυτής της «χρυσοτόκου τελετής», όπως τη χαρα­κτηρίζει ο ιστορικός Κυριάκος Σιμόπουλος. Και βεβαίως άρχισε και το παραμύθιασμα των χιλιάδων «χατζήδων», που ψάχνουν τη σωτηρία της ψυχής τους ταξιδεύοντας στους Αγίους Τόπους.
Όταν ο έλεγχος των προσκυνημάτων αποδόθηκε στους ορθοδόξους, συνε­χίστηκε το ίδιο βιολί της εκμετάλλευ­σης των πιστών. Με μια διαφορά: διά­φοροι Λατίνοι συγ­γραφείς και περιηγητές κατήγγελλαν τους ορθοδόξους ρασοφόρους για θεομπαιξία ξεχνώντας πως αυτοί ήταν οι πρώτοι διδάξαντες στο «άθλημα» αυτό. Κι όσο κι αν φώναζαν με­γάλες μορφές της Εκκλησίας, τ’ αυτί των «φρουρών του Παναγίου Τάφου» δεν ί­δρωνε.

Τον 18ο αιώνα έχουμε μια διαφωτιστική αναφορά για το ι­στορικό της «θαυματουργού καθόδου του Αγίου Φωτός» από τον ιησουίτη μισιονάριο (απεσταλμένο) Du Bernart. Το 1771 έ­στειλε από το Κάιρο υπόμνημα στον άμεσο προϊστάμενο του καθολικό επίσκοπο της Τουλούζης. Στο πρώτο μέρος αναφέ­ρεται στο ιστορικό της τελετής, σημειώνει πως ήταν εφεύρε­ση των Λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ στα χρόνια των σταυροφοριών και προσθέτει πώς στη συνέχεια αξιοποιήθηκε από τους ορθόδοξους παπάδες:

«Ιδού το ιστορικό αυτού του δήθεν Αγίου Φωτός. Ο Foulcher de Chartres, εξομολογητής του Βaudouin Α’, δεύτερου βασιλιά της Ιερουσαλήμ, διηγήθηκε ένα θαύμα που έγινε μπροστά σ’ ο­λόκληρο τον λαό της Ιερουσαλήμ και που ο ίδιος είδε με τα μάτια του. Ελεγε πως το Μεγάλο Σάββατο, παραμονή του Πάσχα, ο Θεός, θέλοντας να τιμήση τον τάφο του Ιησού και να αναθερμάνει την πίστη των χριστιανών, έστειλε από τον ουρανό μια φλό­γα που κατέβηκε στον Άγιο Τάφο και άναψε όλα τα καντήλια, που, σύμφωνα με τα εκκλησιαστικά έθιμα, ήταν σβηστά από τη Μεγάλη Παρασκευή. Αυτή η φλόγα, πετώντας από τη μια άκρη στην άλλη, άναψε όλα τα καντήλια του ναού.


Έλεγε, επίσης, ότι κάποτε ο Θεός, θέλοντας να δοκιμάση την πίστη των χριστιανών και να τιμωρήση ίσως τον κλονισμό της ευσέβειας τους, καθυστέρησε μερικές ώρες την πραγματοποί­ηση του θαύματος. Τελικά η κάθοδος του Αγίου Φωτός έγινε την ημέρα του Πάσχα ύστερα από επίσημη λιτανεία όλων των χριστιανών με επικεφαλής τον ίδιο τον βασιλιά. Ολοι βάδιζαν α­νυπόδητοι με θρήνους και δάκρυα. Κραυγές αγωνίας εκλιπα­ρούσαν τον ‘Υψιστο να κάνει το θαύμα του.

Το θαύμα συνεχιζόταν και επί βασιλείας του Βaudouin Β’, όπως βεβαιώνουν οι Βaronius και Sponde. Ο πάπας Ουρβανός Β’, δημηγορώντας στο κονσίλιο της Κλερμόν το 1095. αυτό α­κριβώς το Θαύμα επικαλέστηκε στην προσπάθεια του να πείση τους χριστιανούς πρίγκιπες της Ευρώπης να ενώσουν τους στρα­τούς τους και να εκστρατεύσουν για την απελευθέρωση της γης που με τέτοιο θαύμα τιμούσε ο Θεός.

Αλλά κατά τα φαινόμενα το θαύμα σταμάτησε λίγο ύστερα από τους πρώτους βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ.

Ο ζήλος των πριγκίπων της χριστιανοσύνης είχε υποχωρήσει και η ευλάβεια των καθολικών είχε εκφυλισθή. Και ενώ οι καθολικοί παραδέχονται πως το θαύμα δεν γίνεται πια, οι σχισματι­κοί (σ.σ.: εννοεί τους Έλληνες ορθοδόξους) βρήκαν ευκαιρία να το διαιωνίσουν.

Παπάδες και πατριάρχες εκμεταλλεύονται την ευπιστία του ποιμνίου που προσμένει την άγια ουράνια φλόγα τη νύχτα του Μεγάλου Σαββάτου. Εφτά ώς οχτώ χιλιάδες πιστοί, ερεθισμέ­νοι από την περιέργεια, συρρέουν στην Ιερουσαλήμ για να πα­ρακολουθήσουν το θέαμα. Αυτό το πλήθος αποτελεί σημαντική πηγή πόρων για τους σχισματικούς’Ελληνες, που εξασφαλίζουν έτσι την επιβίωση τους και την κανονική καταβολή των φόρων στουςΤούρκους».

Τελετή του Αγίου Φωτός
Σύμφωνα λοιπόν με την παράδοση, το μεσημέρι του Μεγάλου Σαββάτου ο Ορθόδοξος Πατριάρχης με την συνοδεία του -αρχιερείς, ιερείς και διακόνους- αλλά και τον Αρμένιο Πατριάρχη μπαίνει στον Ιερό Ναό της Αναστάσεως, ενώ οι καμπάνες χτυπούν πένθιμα. Από την εσωτερική είσοδο του Ναού του Αποστόλου Ιακώβου μπαίνει ο Πατριάρχης στο Ιερό Βήμα του Καθολικού και κάθεται στον πατριαρχικό θρόνο. Από αυτό το σημείο περνάνε και ασπάζονται το χέρι του Πατριάρχη οι εκπρόσωποι των Αρμενίων, των Αράβων, των Κοπτών και άλλων για να τους δοθεί το Άγιο Φως.


Σύμφωνα με τα προνόμια, αν δεν ασπαστούν το χέρι του Ορθόδοξου Πατριάρχη δεν έχουν το δικαίωμα να λάβουν το Άγιο Φως από τα χέρια του. Αμέσως μετά αρχίζει η Ιερή Λιτανεία η οποία περιφέρεται τρεις φορές γύρω από τον Πανάγιο Τάφο και μετά ο Πατριάρχης σταματάει μπροστά στον Πανάγιο Τάφο όπου βρίσκονται και οι επίσημοι.

Μετά τη Λιτανεία αποσφραγίζεται ο Πανάγιος Τάφος και ο Πατριάρχης βγάζει την αρχιερατική στολή του και μένει μόνο με το λευκό στιχάριο. Στην συνέχεια Πατριάρχης Ιεροσολύμων λαμβάνει τους σβηστούς πυρσούς και εισέρχεται μαζί με τον Δραγουμάνο των Αρμενίων στο Ιερό Κουβούκλιο. Όλα τα κανδήλια είναι σβηστά και υποτίθεται πως τίποτα δεν είναι αναμμένο στον Ιερό Ναό.
Στην συνέχεια ο Πατριάρχης μπαίνει στον Πανάγιο Τάφο για να προσευχηθεί.

Η μυστική προσευχή
Γύρω από τη συγκεκριμένη προσευχή έχουν υφανθεί φοβεροί μύθοι και θρύλοι, με κοινό παρονομαστή την πεποίθηση ότι πρόκειται για κάποια μυστική δέηση που μόνο ο Έλληνας Πατριάρχης γνωρίζει! Αυτό όμως σε καμία περίπτωση δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα: Η εν λόγω ευχή δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1933 από τον Αρχιμανδρίτη (διδάκτορα τού Πανεπιστημίου Αθηνών) Κάλλιστο Μηλιαρά και αναδημοσιεύτηκε το 1967 στο περιοδικό «Νέα Σιών», επίσημο όργανο δημοσιευμάτων τού Πατριαρχείου Ιεροσολύμων. ΔΕΝ μιλάμε λοιπόν για κάποιο επτασφράγιστο, φοβερό μυστικό στο οποίο κανείς άλλος δεν έχει πρόσβαση πλην τού Ορθόδοξου Πατριάρχη!

Όμως τι λέει άραγε η προσευχή αυτή; Τι δέεται ο Πατριάρχης μέσα στο Κουβούκλιο τού Παναγίου Τάφου; Μα τι άλλο – θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς – παρά να συμβεί αυτό που (υποτίθεται ότι) κάθε φορά συμβαίνει : Να κατέλθει δηλαδή το Άγιο Φως θαυματουργικά από τον ουρανό και να φωτίσει όλη την οικουμένη! – Όμως αλίμονο, η προσευχή είναι ξεκάθαρη και δηλώνει με απόλυτη σαφήνεια ότι η φωταψία είναι απλώς μια τελετή συμβολικού χαρακτήρα και ότι το φως που εμφανίζεται κάθε Μ. Σάββατο στα Ιεροσόλυμα δεν κατέρχεται εξ ουρανού, αλλά έχει απολύτως φυσική προέλευση, χαρακτηρίζεται δε άγιο επειδή εξάγεται από τον Πανάγιο Τάφο!

Το συμπέρασμα αυτό όπως θα καταδειχθεί παρακάτω, προκύπτει αβίαστα με την απλή ανάγνωση και μόνο τής ευχής, κάτι που παραδέχεται και ασπάζεται ακόμα και ο π. Μεταλληνός (!), τα στοιχεία δε που παρατίθενται αντλήθηκαν από το βιβλίο του «ΦΩΤΟΜΑΧΙΚΑ – ΑΝΤΙΦΩΤΟΜΑΧΙΚΑ» καθώς και από «ΤΟ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΟ ΣΥΓΚΡΟΤΗΜΑ ΤΟΥ ΝΑΟΥ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΦΩΤΟΣ» τού Κ.Δ. Καλοκύρη, έργα δηλαδή ανθρώπων που το τελευταίο για το οποίο θα μπορούσε κανείς να τούς κατηγορήσει είναι ότι επιβουλεύονται την Ορθοδοξία!

Μερικά από τα επίμαχα σημεία τής ευχής στα οποία ο αναγνώστης προτρέπεται να εστιάσει την προσοχή του:

(…) μνείαν ποιούμεθα και τής εν Άδου καθόδου σου, (…) τη αστραπή τής σης θεότητος φωτός πληρώσας τα καταχθόνια. Όθεν (…) κατά τούτο το υπερευλογημένον Σάββατον (…) σε το όντως ιλαρόν και εφετόν φως εν τοις καταχθονίοις θεϊκώς επιλάμψαν, εκ τάφου δε θεοπρεπώς αναλάμψαν αναμιμνησκόμενοι, φωτοφάνειαν ποιούμεθα, σου την προς ημάς συμπαθώς γενόμενην θεοφάνειαν, εικονίζοντες˙ (…)
Δια τούτο, εκ τού επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον ενδελεχώς και αειφώτως εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες, διαδιδόαμεν τοις πιστεύουσιν εις σε το αληθινό φως και παρακαλούμεν και δεόμεθά σου, Παναγιότατε Δέσποτα, όπως αναδείξης αυτό αγιασμού δώρον και πάσης θεϊκής σου χάριτος πεπληρωμένον, διά της χάριτος τού Παναγίου και φωτοφόρου Τάφου σου˙ (…) Αμήν.

Όπως επισημαίνει ο κ. Καλοκύρης «η ευχή είναι πολύ διαφωτιστική». Πράγματι θέλει προσπάθεια για να καταλάβει κανείς κάτι διαφορετικό! Πουθενά δεν γίνεται λόγος για θαυματουργικά εμφανιζόμενο φως, αλλά «νοείται μόνο φως φυσικό, που ανάβεται στην ανάμνηση τού Αναστάντος Χριστού, τού αληθινού φωτός τού Κόσμου».

Εις ανάμνησιν λοιπόν τού θαύματος εκείνου, ο Πατριάρχης δημιουργεί – ο ίδιος – εμφάνιση φωτός, εικονίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θεοφάνεια τού Χριστού που βίωσαν οι άνθρωποι. «Και η Ευχή (…) προχωρεί και εξηγεί το από πού παίρνεται το φως για να ανάψουν οι λαμπάδες και, στη συνέχεια, να μεταδοθεί στούς πιστούς. Και είναι ο τόπος αυτός ο άγιος Τάφος και πηγή τού φωτός το οποίο ευλαβώς λαμβάνει ο Πατριάρχης, είναι η ιερή λυχνία πού ΣΥΝΕΧΩΣ και πάντοτε καίει εκεί».

Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο κ. Καλοκύρης τονίζει με ιδιαίτερη έμφαση τη λέξη «αναδείξεις» «η οποία δηλώνει καθαρά ότι το φως (όχι μόνο δεν είναι ουρανόπεμπτο, αλλά) δεν έχει ακόμα αναδειχθεί ιδιαίτερον ‘‘αγιασμού δώρον” (…). Εάν όμως, με άλλα λόγια, το φως ήταν ουρανόπεμπτο, τότε δεν θα παρακαλούσε ο Πρωθιεράρχης όπως το αναδείξει ο Θεός. Και πώς θα γίνει αυτή η ανάδειξη; Επεξηγεί η ευχή: Διά της χάριτος τού Παναγίου Τάφου».

Ο μύθος τού σωματικού ελέγχου
Όσον αφορά τώρα στην (από εξονυχιστική έως και … διακριτική) σωματική έρευνα στην οποία (υποτίθεται ότι) υποβάλλεται ο πατριάρχης πριν από την είσοδό του στο Κουβούκλιο, κατά τον κ. Καλοκύρη όλα αυτά «είναι ένας θρύλος, προïόν κατώτερης λαïκής ευσεβόφρωνος αφέλειας (…) που υποβιβάζει σε ‘‘απάτη” την έντιμη και ακατάκριτη συμπεριφορά του, και τον παρουσιάζει έτσι ως συνεργό στην εμφάνιση ενός ψευδοθαύματος (…)».


Διότι «η αφαίρεση των αμφίων και η εμφάνισή του μόνο με το στιχάριο αποτελεί μέρος τού σχετικού Τυπικού τής Εκκλησίας. Δηλαδή πρόκειται για διαδικασία η οποία σημαίνει ότι ο Πατριάρχης, εκφράζοντας ταπείνωση και άκρα ευλάβεια, πριν πλησιάσει και περάσει στο Πανάγιο Άδυτο απεκδύεται τα δηλωτικά τού επισκοπικού αξιώματος άμφια […]» μένοντας με «το στιχάριο (το απλούστερο και κοινό άμφιο για κάθε βαθμίδας κληρικό)»!

Ο μύθος της παλαιότητας της προσευχής
Πολλοί – μεταξύ των οποίων και εσείς – επιχειρώντας να γεφυρώσουν το χάσμα των «άφωτων» αιώνων και να προσδώσουν στο «θαύμα» μεγαλύτερη παλαιότητα απ’ ότι στην πραγματικότητα τού αναλογεί, μιλούν για «χρονική συνέχεια που εκτείνεται μέχρι τον 1ο αιώνα (!), όταν ο Απόστολος Πέτρος βλέπει (;) το Φως μέσα στον Τάφο τού Ιησού» και μέμφονται τον Κοραή που στον «Διάλογο» του τοποθετεί την πρώτη μαρτυρία για το φως ως θεόπεμπτο όχι νωρίτερα από το έτος 870. Και πράγματι η μαρτυρία τού Βερνάρδου δεν είναι η αρχαιότερη׃ Σύμφωνα με τον Μοσχέμιο ήδη τον 8ο αιώνα ο Πρεσβύτερος Οθμάρος από το Πικτάβιο είδε το υπερφυσικό φως με τα ίδια του τα μάτια.

Η μαρτυρία τής Αιθερίας ωστόσο (κατ’ άλλους Σύλβιας τής Ακουιτανίας) όπως είδαμε σε καμία περίπτωση δεν περιγράφει το φως ως θεόπεμπτο!
Άνευ αντικειμένου είναι επίσης η αναφορά τού Ιωάννη τού Δαμασκηνού (κάθισμα Όρθρου, του πλαγίου δ´ ήχου τής Παρακλητικής) και κατ’ επέκταση κι αυτή τού Γρηγορίου Νύσσης (Περί της Αναστάσεως τού Χριστού, ΛΟΓΟΣ Β´), πρώτον επειδή η σύνδεσή τους μ’ αυτό καθαυτό το Άγιο Φως είναι «τραβηγμένη από τα μαλλιά», κυρίως δε επειδή στο σχετικό ευαγγελικό εδάφιο (το οποίο εσείς μνημονεύετε ως την αρχαιότερη μαρτυρία και ουσιαστικά απαρχή τού θαύματος) δεν γίνεται πουθενά λόγος περί φωτός, η έκπληξη δε του Πέτρου προέρχεται όπως ξεκάθαρα αναφέρεται, από τη θέα των κενών περιεχομένου οθονίων!

Την απουσία οποιασδήποτε μνείας περί φωτός στην εν λόγω ευαγγελική περικοπή αντιπαρέρχονται μεν οι απολογητές με το επιχείρημα ότι εφόσον ο Πέτρος έφτασε στον τάφο «σκοτίας έτι ούσης» και μολαταύτα μπόρεσε να διακρίνει τα «οθόνια κείμενα μόνα», τότε λογικά θα πρέπει να υπήρχε εκεί κάποια άλλη πηγή φωτός που δεν προερχόταν από τους Αγγέλους, ξεχνώντας όμως ότι το Ευαγγέλιο, όπως εύστοχα επισήμανε ο Αγιορίτης Αρχιμανδρίτης Προκόπιος Δενδρινός περί το 1833, δεν λέει ότι ο Πέτρος ήταν αυτός που έφθασε στο μνήμα «σκοτίας έτι ούσης», αλλά η Μαγδαληνή.

Εκτός αυτού μέχρι να ειδοποιηθεί ο Πέτρος και να μεταβεί κι αυτός με τη σειρά του στον τάφο, το σκοτάδι λογικά θα είχε παρέλθει, οπότε … Όπως γίνεται λοιπόν σαφές, με λεκτικές ακροβασίες και εικασίες επί εικασιών, τα πράγματα δεν αλλάζουν׃ Οι μεγάλοι πατέρες τής Εκκλησίας αλλά και όλες εκείνες οι στρατιές περιηγητών και προσκυνητών που επί αιώνες όργωναν σπιθαμή προς σπιθαμή τούς Άγιους Τόπους, εξακολουθούν να σιωπούν σαδιστικά γύρω από το υποτιθέμενο θαύμα, αφήνοντας τούς πιστούς μ’ ένα πελώριο γιατί. Η απάντηση όμως είναι απλή׃ Επειδή δεν υπήρχε κανένα θαύμα!

Η Αφή του Αγίου Φωτός
Η τέλεσή της αποτελεί προνόμιο του ελληνορθόδοξου Πατριάρχη Ιεροσολύμων που επαναλαμβάνεται κάθε Μέγα Σάββατο μεσημέρι στη λειτουργία της Αναστάσεως, στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού. Την παρακολουθούν χριστιανοί από όλα τα δόγματα αλλά και αλλόθρησκοι.

Σύμφωνα με μαρτυρίες πιστών το Άγιο Φως εμφανίζεται στο θόλο εντός του Ναού της Αναστάσεως αλλά και κατ΄ άλλους έξω από αυτόν και διαρκεί μερικά λεπτά. Εμφανίζεται σαν λευκογάλανες οριζόντιες ταινιώδεις αστραπές, περιστρεφόμενες ανταύγειες ή κινούμενες φλόγες που κανείς δεν γνωρίζει από που προέρχονται.

Στον Ναό δεν υπάρχει ηλεκτρικό ρεύμα και ηλεκτροφωτισμός. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι πολλές λαμπάδες των πιστών και κανδήλες ανάβουν μόνες τους, ενώ η φλόγα δεν τους καίει τα πρώτα λεπτά. Ορισμένα βίντεο δείχνουν ιερείς ή πιστούς να κινούν το κερί κοντά στα γένια τους ή στα χέρια τους και να μην παθαίνουν τίποτα.

Το Άγιο Φως αμέσως μετά την αφή του, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων το μεταδίδει στους εκπροσώπους άλλων εκκλησιών και στους πιστούς που παρευρίσκονται στον Ναό του Παναγίου Τάφου. Στη συνέχεια ο έξαρχος του Παναγίου Τάφου της Αθήνας παραλαμβάνει το ιερό ή ανέσπερον φως και με ειδική πτήση το μεταφέρει στην Αθήνα όπου με απόδοση Βασιλικών τιμών ή «τιμών αρχηγού κράτους» ακολουθεί η υποδοχή και μεταφορά του στην Μητρόπολη Αθηνών καθώς και σε ένα μεγάλο αριθμό άλλων Μητροπόλεων.

Σύμφωνα με πολυάριθμες και … άκρως διαφωτιστικές μαρτυρίες που φτάνουν μέχρι και το 745, αυτό που λάμβανε χώρα κάθε Μ. Σάββατο ήταν απλώς μια τελετή ευλογίας ενός φυσικού (και συνεπώς ΚΤΙΣΤΟΥ) φωτός προερχόμενου από μία ή και περισσότερες λυχνίες που έκαιγαν νυχθημερόν στο εσωτερικό τού Πανάγιου Τάφου! Κάποια στιγμή όμως, πιθανότατα περί τα τέλη τού 8ου αιώνα, η τελετή αυτή μυθοποιήθηκε κι έτσι προέκυψε το «θαύμα». Αυτά δεν είναι απλώς εικασίες, αλλά το συμπέρασμα που αβίαστα προκύπτει μελετώντας τη για τούς περισσότερους από εμάς, πιστούς και μη, άγνωστη προϊστορία τού Αγίου Φωτός.

Η αμφισβήτηση του θαύματος
Σύμφωνα με τον καθηγητή της Ελληνικού Κολεγίου-Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού της Βοστώνης πρωτοπρεσβύτερο Αλκιβιάδη Καλύβα, οι πιστοί των πρώτων χριστιανικών χρόνων άναβαν λαμπάδες κάθε βράδυ αλλά και το πρωί για να εξυμνείται με αυτό τον τρόπο ο Χριστός ο οποίος είναι «φως ιλαρόν».


Στο έργο του «Η Μεγάλη Εβδομάδα και το Πάσχα στην ελληνορθόδοξη εκκλησία», ο καθηγητής αναφέρει ότι το άναμμα της λαμπάδας της Αναστάσεως με το Άγιο Φως διασώζει δύο κυρίως χριστιανικές παραδόσεις: Πρώτον, το άναμμα της κανδήλας στην Ακολουθία του Εσπερινού και, δεύτερον, το άναμμα της καινούργιας φλόγας που άναβε μόνο τις ημέρες του Πάσχα. Κατά τη διάρκεια του 10ου και του 11ου αιώνα πίστευαν ότι το φως «παράγεται» με θαυματουργικό τρόπο.

Την ίδια εκείνη περίοδο, στον Καθεδρικό Ναό της Ιερουσαλήμ ο πατριάρχης Ιεροσολύμων άρχισε να εισέρχεται στον Πανάγιο Τάφο και, αφού πρώτα προσευχόταν, έδινε στον αρχιδιάκονό του το Φως. Εκείνος με τη σειρά του το προσέφερε στον λαό. Αυτός είναι ο λόγος που ακόμη και στις ημέρες μας το Φως από τον Πανάγιο Τάφο μεταφέρεται από εκεί στις υπόλοιπες Ορθόδοξες εκκλησίες. Έτσι, σε χιλιάδες Ορθόδοξους ναούς σε ολόκληρο τον κόσμο οι ιερείς παίρνουν το Φως από την «ακοίμητη κανδήλα», η οποία βρίσκεται πάνω στην Αγία Τράπεζα του ναού τους και συμβολίζει τον Τάφο του Κυρίου.

Σε δημοσίευμα του πρωτοπρεσβυτέρου του Οικουμενικού Πατριαρχείου π. Γεωργίου Τσέτση, επιβεβαιώνεται η θέση του καθηγητή Κωνσταντίνου Καλοκύρη ότι «πρόκειται για έναν θρύλο», ο οποίος αναπτύχθηκε στους Αγίους Τόπους μετά την εισβολή των Σταυροφόρων και μέσα στα πλαίσια της διαμάχης που υπήρχε μεταξύ των Ορθοδόξων, των Λατίνων και των Αρμενίων, καθένας από τους οποίους διεκδικούσε για τον εαυτό του το προνόμιο τού «λαμβάνειν εξ ουρανού» το Άγιο Φως.

«Υπάρχει, αιώνες τώρα, διάχυτη η πεποίθηση στον ευσεβή μεν, αλλά θεολογικά και λειτουργικά απαίδευτο ορθόδοξο πιστό, που ψάχνει για «θαύματα» προκειμένου να πληρώσει το πνευματικό του κενό, ότι κατά την τελετή της αφής το άγιον φως κατέρχεται θαυματουργικά «ουρανόθεν» για να ανάψει την λαμπάδα του πατριάρχου» αλλά διευκρινίζεται ότι ο Πατριάρχης «δεν προσεύχεται για την διενέργεια θαύματος» αλλά απλώς «”αναμιμνήσκεται” της θυσίας και της τριημέρου Αναστάσεως του Χριστού».


Ο ίδιος ο Πατριάρχης «ανάβει την λαμπάδα του από την ακοίμητη κανδήλα που βρίσκεται πάνω στον Πανάγιο Τάφο [...] όπως ακριβώς πράττει ο κάθε Πατριάρχης και ο κάθε κληρικός την ημέρα της Λαμπρής». Τέλος, οι υπερβολικές τιμές που παραδοσιακά και κατά εθιμικό τυπικό αποδίδονται στο Άγιο Φως χαρακτηρίζονται ως «διασυρμός των Θείων» και γεγονός «σόλοικο που αποτελεί ασέβεια». Σύμφωνα με αυτήν την άποψη το Άγιο Φως χαίρει σεβασμού όπως κάθε εκκλησιαστικό δρώμενο και όπως το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς σε κάθε εκκλησία το βράδυ της Ανάστασης χωρίς όμως υπερφυσικές προεκτάσεις.


Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης σε αυτό συνηγορεί και η ευχή που λέει ο Πατριάρχης κατά την τελετή της αφής: «[...] διά τούτο εκ του επί τούτον τον φωτοφόρον σου Τάφον, ενδελεχώς και αειφώτως εκκαιομένου φωτός ευλαβώς λαμβάνοντες διαδιδόαμεν τοις πιστεύσουσιν εις σε το αληθινόν φως [...]».
Από αυτό το εδάφιο συμπεραίνεται ότι δεν κατεβαίνει κάποιο υπερκόσμιο φως εξ ουρανού, αλλά χρησιμοποιείται το φως της ακοίμητης κανδήλας που καίει όλον τον χρόνο.

Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Εφραίμ Β΄ (1766-1771) χαρακτήρισε την παρουσίαση του αγίου φωτός «χειροποίητον μηχανουργίαν» και, καθώς ο ίδιος γνώριζε από την προσωπική του εμπειρία τον μηχανισμό εμφάνισής του, το περιέγραψε ως το «το χειροποίητον εκείνο φως, ού καγώ, φησι, την δραματουργίαν αυτοψεί κατανοήσας».

Ο Άγγλος περιηγητής και διπλωμάτης Robert Curzon καταγράφει ότι κατά την επίσκεψη του στην Ιερουσαλήμ το 1833, την ίδια χρονιά που οι Αρμένιοι είχαν αποτύχει για άλλη μια φορά να πάρουν δια της βίας τα δικαιώματα του Παναγίου Τάφου, ο Αρμένιος Ορθόδοξος πατριάρχης είχε απευθυνθεί στο εκκλησίασμά του και «εξήγησε ότι ήταν ψεύδος το θαύμα του αγίου φωτός», προς έκπληξη όλων, «οι οποίοι για αιώνες είχαν αμετακίνητη πίστη σε αυτό το ετήσιο θαύμα ως ένα από τα πρωτεύοντα άρθρα της πίστης τους». Περιγράφει ότι «η συμπεριφορά των προσκυνητών ήταν ταραχώδης σε υπερβολικό βαθμό [...] σαν να ήταν δαιμονισμένοι» και ότι αποτελούσε «σκηνικό απερίγραπτης αταξίας και βεβήλωσης».

Άλλοι θεωρούν ότι, εκτός του ότι δεν πρόκειται για θαυματουργική φλόγα, πρόκειται για απάτη και το αποδίδουν σε τέχνασμα των κληρικών του ελληνορθόδοξου Πατριαρχείου με σκοπό την εκμετάλλευση των πιστών.

Ο Διδάσκαλος του Γένους και πρωτεργάτης της απελευθέρωσης της Ελλάδος από τον Οθωμανικό ζυγό, Αδαμάντιος Κοραής (1748-1833) κατήγγειλε το Άγιο Φως ως απάτη και προέτρεψε την Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία να διακόψει αυτές τις τελετές υποστηρίζοντας ότι «η αληθής θρησκεία όχι μόνο δεν διασφαλίζεται με την απάτην αλλά και τρέχει μέγαν κίνδυνον να καταφρονηθεί παντάπασι και να συναριθμηθεί με τας ψευδείς θρησκείας όπότε μεταχειρίζεται αυτά εκείνα μέσα- (δηλαδή όταν χρησιμοποιεί απάτες)…», ονόμαζε το «Αγιο Φως» «ονειδος και αίσχος στρατηγούμενον από θρασύτατους θαυματοπλάστες» και δήλωνε κατηγορηματικά ότι «αληθής θρησκεία δεν έχει χρεία τοιούτων θαυμάτων»…

Με βαθειά θλίψη ο Έλλην σοφός διαπιστώνει ότι, ενώ οι Έλληνες έχουν προς φωτισμόν μόνο το «Άγιο Φως» οι Ευρωπαίοι «ζουν μεταξύ αληθινων σοφών, περικυκλωμένοι από Ακαδημίες και Λύκεια από πάσης Τέχνης και Επιστήμης διδακτήρια. Έχουν ανοιχτές λαμπρές, δημόσιες βιβλιοθήκες και τα πιεστήρια των τυπογραφείων τους βουϊζουν καθημερινά και ασταμάτητα».

Ο Πάπας Γρηγόριος Η’ (Αρχιερατεία: 1227-1241) αποκήρυξε το Άγιο Φως ως απάτη και απαγόρευσε στους Φραγκισκανούς να έχουν οποιαδήποτε σχέση με αυτό. Επακολούθησε η καταγραφή χρονικών των Αγίων Τόπων στα οποία οι Φραγκισκανοί καυτηρίαζαν μαρτυρίες σχετικά με την τελετή. Ένας Φραγκισκανός του 15ου αιώνα, ο Φραντσέσκο Σουριάνο (Fra Francesco Suriano), εξιστόρησε λεπτομερώς την απείθαρχη έξαψη συναισθημάτων της οποίας υπήρξε μάρτυρας πριν καταγράψει την εξής παρατήρηση: «Η λεγόμενη φωτιά, όμως, δεν κατέρχεται αληθινά (και κατά τη δική μας γνώμη, των μοναχών), αν και όλα τα έθνη εξαιτίας ημών των μοναχών προσποιούνται ότι αυτό το ψεύδος είναι αληθές».

Ο Αιγύπτιος Σιήτης χαλίφης Χακίμ (Αλ-Χακίμ μπι-αμρ-Αλλάχ, 996-1021), διώκτης των Χριστιανών αν και γιος Χριστιανής, διέταξε το 1009 να καταστραφεί ολοκληρωτικά ο Ναός του Αγίου Τάφου. Άραβες χρονικογράφοι αναφέρουν ο Ναός του Αγίου Τάφου ήταν αξιοκατάκριτος καθώς «εξαπατούσε τους πιστούς» μέσω του «”θαύματος” του Αγίου Φωτός» καθώς οι αυτοκράτορες, οι στρατηγοί και άλλοι υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι κυρίως από το Βυζάντιο έφερναν σε πομπές χρήματα και άλλα τιμαλφή για να τα προσφέρουν στον ναό αλλά και «οι πιο αδαείς προσκυνητές οι οποίοι πίστευαν ότι το Πάσχα το άγιο φως κατέρχεται θαυματουργικά από τον ουρανό και ανάβει τα κεριά του ναού».

Ο λόγος για αυτή του την ενέργεια ήταν ότι το θαύμα του αγίου φωτός (που ήδη υφίστατο εκείνη την εποχή) αποτελούσε μια «σκανδαλώδη απάτη». Η είδηση για την καταστροφή των κτισμάτων, όταν έφτασε στην Ευρώπη, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις οι οποίες οδήγησαν τελικά στην Πρώτη Σταυροφορία.

Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Ρώσου ορθόδοξου αρχιμανδρίτη (και επιστήμονα) Πορφύριου, που εκδόθηκε σε οκτάτομο βιβλίο με τον τίτλο «Το βιβλίο της ύπαρξης μου»:
«Ένας ιεροδιάκονος που κατάφερε να μπει στο ιερό του Τάφου, την περίοδο κατά την οποία θεωρείτο ότι το Φως κατεβαίνει από τον ουρανό, διαπίστωσε με τρόμο ότι το Άγιο Φως προήρχετο από ένα καντήλι το οποίο ποτέ δεν σβήνει. Μου το είπε ο ίδιος σήμερα». («Το βιβλίο της ύπαρξης μου» Τόμος:1, σελ. 671)

Ο Πορφύριος επίσης, στο ίδιο βιβλίο, αναφέρει ένα περιστατικό το οποίο διηγήθηκε σ’ αυτόν ο μητροπολίτης Ιεροσολύμων. Σύμφωνα με τη διήγηση, όταν ο στρατιωτικός διοικητης της Αιγύπτου Ιμπραήμ Πασάς (ναι! ο γνωστός μας από την Ελληνική Επανάσταση στο Μωριά) βρισκόταν στα Ιεροσόλυμα, ζήτησε να του επιτραπεί η είσοδος στο ναό, προκειμένου να επιβεβαιώσει ο ίδιος της αυθεντικότητα του «θαύματος» και δήλωσε ότι αν όντως επρόκειτο για θαύμα τότε θα έκανε μια μεγάλη δωρεά στο ταμείο της εκκλησίας, διαφορετικά, άν επρόκειτο για απάτη, θα απεκάλυπτε την απάτη αυτή σε όλη την Ευρώπη και θα προέβαινε σε κατάσχεση όλης της περιουσίας του πανάγιου τάφου, η οποία είχε συγκεντρωθεί από δωρεές και τάματα των πιστών όλα αυτά τα χρόνια!

Σύμφωνα πάντα με τον Προφύριο, ο Μιχαήλ, μητροποπολίτης της Πέτρας, ο Δανιήλ μητροπολίτης της Ναζαρετ, και ο Διονύσιος επίσκοπος Φιλαδέλφειας (έτσι λεγόταν τότε το Αμμάν), ζήτησαν αμέσως συνάντηση με τον Ιμπραήμ, προκειμένου να έρθουν σε κάποια …συμφωνία.
Στη συνάντηση αυτή ο Μιχαήλ παραδέχτηκε την απάτη της αφής του φωτός από αναμμένο καντήλι και ζήτησε από τον Ιμπραήμ να μην επιχειρήσει να αποκαλύψει το μυστικό και να μην ανακατεύεται με τα της Εκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο θα …δυσαρεστούσε τον Τσάρο Νικόλαο της Ρωσίας, με απρόβλεπτες για τον Ιμπραήμ πολιτικές και στρατιωτικές συνέπειες! Ενόψει του πιο πάνω εκβιασμού, ο Ιμπραήμ θεώρησε σκόπιμο να «θάψει» το όλο θέμα…

Και συνεχίζει ο Πορφύριος:
«…ο μητροπολίτης πρόσθεσε ότι μόνο από το θεό τον ίδιο περιμένουμε συγχώρεση για το ψέμα αυτό, διότι σε περίπτωση που το αποκαλύπταμε στους πιστούς ζητώντας απ’ αυτούς συγχώρεση, είναι βέβαιο ότι οι πιστοί θα μας διαμέλιζαν εκεί έξω στην είσοδο του ναού!» («Το βιβλίο της ύπαρξης μου» Τόμος:3, σελ. 299-301).

Σύμφωνα επίσης με μαρτυρία Κύπριου ιεροψάλτη σε τηλεοπτική εκπομπή:
«Θέλω να σας δώσω μιαν ειλικρινή μαρτυρία. Προς το παρόν ανωνύμως. Όμως, αυτά που θα σας πω, είμαι έτοιμος αν κληθώ να τα καταθέσω επωνύμως και ενόρκως, είτε ενώπιον της ιεράς συνοδού της εκκλησίας της Κύπρου είτε ενώπιον της ιεράς συνοδού της εκκλησίας της Ελλάδος.
Αντιλαμβάνομαι ότι υπάρχουν ειρωνείες εκεί, αλλά δεν με ενδιαφέρουν. Είμαι θρησκευόμενος και πιστεύω ακράδαντα στα θαύματα. Όσα βεβαίως είναι πραγματικά θαύματα. Στην προσωπική μου ζωή, δυο φορές γνώρισα το θαύμα και την θεία πρόνοια. Όσον αφορά την συγκεκριμένη περίπτωση, του λεγομένου θαύματος του αγίου φωτός, που συμβαίνει κάθε χρόνο το άγιο Σάββατο εις τον ιερό ναό της αναστάσεως εις Ιεροσόλυμα, έτυχε να μάθω την αλήθεια από χείλη αρχιερέως, ο οποίος επίσης την ήκουσε με τα ίδια του τα αυτιά, από χείλη αρχιερέων του πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Ο (εν λόγω) Αρχιερεύς, εις μια των επισκέψεων του στο σπίτι μου, για δείπνο και φιλική συζήτηση επί θρησκευτικών και πνευματικών θεμάτων, μου εκμυστηρεύθηκε ότι τις ημέρες εκείνες, έμαθε κάτι που τον αναστάτωσε και τον εσκανδάλησε. Χρησιμοποιώ τα ίδια τα λόγια του Αρχιερέως, χωρίς να αφαιρέσω ή να προσθέσω οτιδήποτε. Μου αφηγήθη λοιπόν τα εξής:
«Αυτές τις μέρες φιλοξενούμε στην ιεράν αρχιεπισκοπήν, κλιμάκιο από μητροπολίτες από το πατριαρχείο Ιεροσολύμων. Ένα βράδυ μετά το δείπνον, ο αρχιεπίσκοπος Μακάριος επρότεινε να πάρουμε το καφεδάκι μας στο μέγα συνοδικόν. Εκεί λοιπόν συζητώντας διάφορα θέματα ρώτησε ο Μακάριος τους φιλοξενούμενους Μητροπολίτες: Άγιοι αδελφοί, τώρα που είστε εδώ, είναι ευκαιρία να μου λύσετε μια απορία που έχω. Του είπαν στην διάθεση σου Μακαριότατε αν μπορούμε, γιατί όχι. Και τους είπε ο Μακάριος: άγιοι αδελφοί πέστε μου σας παρακαλώ τι γίνεται με το θαύμα του άγιου φωτός, είναι πράγματι θαύμα;
Οι Μητροπολίτες απ’ τα Ιεροσόλυμα εμειδίασαν και του είπαν: Μακαριότατε, κοροϊδεύουμε τον κόσμο, είναι ντροπή μας να κοροϊδέψουμε και εσένα. Ο Μακάριος είπε: Μα δηλαδή, θέλετε να πείτε πως δεν είναι θαύμα; Όχι δεν είναι θαύμα! Ε, τι είναι λοιπόν; Μακαριότατε είναι μια τελετή η οποία γίνεται κάθε μέγα Σάββατο εις τον ιερό ναό της αναστάσεως, Ο Μακάριος τους είπε: Και γιατί δεν λέτε την αλήθεια εις τον κόσμο; Και απήντησαν: Μακαριότατε ποιος τολμά να πει την αλήθεια εις τον κόσμο… θα μας λυντσάρουν. Αυτή ήταν η αφήγηση του Αρχιερέως».

Αποκαλυπτική είναι και η μαρτυρία του τοποτηρητή του Πατριαρχικού θρόνου Ιεροσολύμων, Μητροπολίτη Πέτρας Κορνήλιου. Την Μ. Τετάρτη 11-4-2001 στο κανάλι «Mega» στην εκπομπή «Γκρίζες Ζώνες» παρουσιάστηκε συνέντευξη του εν λόγω τοποτηρητή, ο οποίος μεταξύ άλλων δήλωσε:
α) Ο Πατριάρχης απεκδύεται πάσης στολής και μένει με λευκό εσώρασο, όχι για να ελεγχθεί για τυχόν εύφλεκτες ύλες, αλλά για να παραμείνει με την λευκή στολή, που συμβολίζει την στολή των αγγέλων.
β) Ο Πατριάρχης εισέρχεται στον Τάφο με λαμπάδα και προσεύχεται λέγοντας μια ειδική ευχή και ανάπτει το Φως από το φως της ακοίμητης κανδήλας, το δε φυσικό φως της κανδήλας με την ειδική αυτή ευχή μετατρέπεται σε Άγιον Φως. Έτσι το φυσικό φως καθαγιάζεται και μετατρέπεται σε Άγιο Φως. Τότε εξέρχεται του Τάφου και παραδίδει το Άγιο Φως στο πλήρωμα του Ιερού Ναού και δι’ αυτού σ’ ολόκληρο τον κόσμο. (…)

Άκρως διαφωτιστικός είναι τέλος, ο κ. Στυλιανός Χαραλαμπάκης, Χριστιανός εκκλησιαστικός συγγραφέας, το 1964:
«Τα περί του λεγομένου θαύματος του αγίου φωτός, δεν είναι δυνατόν να κοινοποιηθούν, λόγω σκανδάλου. Ευχαρίστως όμως, εφ’ όσον μ’ ερωτάτε, θα σας είπω εν περιλήψει πως γίνετε η τελετή και πώς λαμβάνετε το «άγιον» φως». «Την Μεγάλην Παρασκευήν και μετά την περιφοράν του επιταφίου πέριξ του Παναγίου Τάφου, ο Πατριάρχης τοποθετεί τον Επιτάφιον επί του Τάφου. Κατόπιν τούτου σβήνουν όλα τα κανδήλια τα εντός και εκτός του Τάφου. Την επομένην, Μέγα Σάββατον, ο Σκευοφύλαξ μεταφέρει κεκαλυμμένην με αργυρούν κάλυμμα, μία ειδικήν κανδήλα αναμμένην, την οποίαν τοποθετεί εντός του Παναγίου Τάφου. Εν συνεχεία ο διοικητής των Ιεροσολύμων σφραγίζει τον Τάφον. Ενώ λοιπόν, πάντα τα φώτα και τα κανδήλια έχουν σβυσθή, η ειδική κανδήλα εντός του Τάφου παραμένει αναμμένη. Την 10ην ώραν και μετά την σχετικήν λιτανείαν πέριξ του Αγίου Τάφου, κατά την οποίαν ψάλουν το λυχνικόν «φως ιλαρόν», ανοίγονται αι πύλαι του Ναού του Παναγίου Τάφου και εισέρχεται ο λαός. Συγχρόνως ανοίγει και η πύλη του Κουβουκλίου εις την οποίαν ευρίσκεται ο Τάφος και εισέρχεται ο Πατριάρχης, αφού προηγουμένως τυπικώς αφαιρεί τα αρχιερατικά του άμφια και μένει μόνον με το στιχάριον. Μετά από μίαν σχετικήν τυπικήν προσευχήν, λαμβάνει το «άγιον» φως, όχι βεβαίως θαυματουργικώς, δια να είμαι ειλικρινής, αλλά ανάπτει τον πυρσόν του από την αναμμένην ειδικήν κανδήλα την οποίαν είχε μεταφέρει προηγουμένως ο Σκευοφύλαξ. Αυτή με λίγα λόγια ειναι είναι η διαδικασία περί του «αγίου» φωτός».

Mια ενδιαφέρουσα και ζωντανή περιγραφή των όσων διαδραματίζονται κατά την αφή του Αγίου Φωτός έδωσε ένας περιηγητής, ο Γάλλος κληρικός Ντουμντάν, που ταξίδεψε στην Παλαιστίνη το 1561. Ο Ντουμντάν γράφει ότι οι «σχισματικοί» (έτσι αποκαλούσαν οι ρωμαιοκαθολικοί τους ορθοδόξους) αρχιερείς της Ανατολής άναβαν τη λυχνία με το τσακμάκι: «(…) Ο πατριάρχης με πέντε ή έξι μονάχα μητροπολίτες ζυγώνει στην πύλη του Αγίου Τάφου όπου του αφαιρούν το φαιλόνιο για να μπει. Εκείνη τη στιγμή ξεσπάει καινούργιο πανδαιμόνιο. Αντηχεί τόσο βροντερά που είναι αδύνατον ν’ ακούσης και τους φοβερώτερους κεραυνούς. Χιλιάδες στόματα κραυγάζουν, με μανία, ουρλιάζουν “Ελέησον!, Ελέησον”. Τα χέρια υψώνονται ψηλά με τις λαμπάδες, τα μάτια είναι στυλωμένα στον θόλο του ναού σε αγωνιώδη προσμονή της στιγμής που θα κατέβη το Άγιο Φως. Και στις εξέδρες οι γυναίκες πολλαπλασιάζουν τα ξεφωνητά και τους στεναγμούς, σαλεύουν τα χέρια τους σε δέηση προς τον ουρανό, λες κι εκλιπαρούν τον Θεό να στείλη, επί τέλους, αυτό το φως που με τόση λαχτάρα προσμένουν. Μέσα σ’ αυτήν την οχλοβοή ο πατριάρχης μπαίνει στον Άγιο Τάφο. Οι γενίτσαροι φρουρούν αυστηρά την είσοδο ώστε να μη δη κανείς τι συμβαίνει στο εσωτερικό. Εκεί ο πατριάρχης μ’ ένα τσακμάκι δίνει φωτιά κι ανάβει τα καντήλια και μια δέσμη λαμπάδες που κρατάει στα χέρια του. Βλέποντας τον τα πλήθη να βγαίνει με το πολυφίλητο φως ξεσπούν σε επιφωνήσεις ευτυχίας, σε κραυγές χαράς, σε ομαδικό παραλήρημα ενθουσιασμού που είναι αδύνατον να περιγραφή. Κι ορμούν κατεπάνω του για ν’ ανάψουν τις λαμπάδες τους από τις δικές του, για να ‘χουν μια αμεσότητα επαφής με το Άγιο Φως. Δέκα βήματα πρέπει να διατρέξη για να φθάση στο ιερό. Αλλά γι’ αυτά τα δέκα βήματα χρειάστηκε ένα τέταρτο της ώρας. Τον έχουν κυκλώσει από όλες τις μεριές, τον συμπιέζουν, τον συνθλίβουν. Είναι σκεπασμένος από δάσος χεριών και από λαμπάδες, έτσι που δεν διακρίνεται πια καθόλου. Εκείνοι που βρίσκονται δεκαπέντε βήματα πίσω, απλώνουν τα χέρια τους ν’ αρπάξουν τις λαμπάδες από τους κοντινούς, οι λαμπάδες θρυμματίζονται γίνονται κομμάτια, δεν απομένει ούτε μια γερή. Οι ραβδούχοι που αγωνίζονται να επιβάλουν την τάξη, άλλους σημαδεύουν κι άλλους χτυπάνε. Κι ο πατριάρχης που κρατάει υψωμένα τα κεριά δέχεται συνεχώς χτυπήματα στα χέρια.

Στο μεταξύ το πανδαιμόνιο συνεχίζεται, κι όσο περνά η ώρα εντείνεται ολοένα. Τέλος, ο αρχιερέας φθάνει σ’ έναν πέτρινο βωμό, ανεβαίνει με δυο επισκόπους, παίρνει δύο νέες δέσμες κεριών αναμμένων και ύστερα άλλες κι άλλες. Και τα πλήθη συνωθούνται μετά μανίας για να πάρουν φως από τα χέρια του πατριάρχη.


Εκείνοι που το κατορθώνουν δεν κρύβουν τη χαρά τους, ακτινοβολούν, πανηγυρίζουν και προσφέρουν το φως που απέκτησαν ύστερα από τόση μάχη στους άλλους με αγαλλίαση και κυρίως στις γυναίκες που δεν μπορούν να πλησιάσουν.
Μερικοί, είτε από κάποια ειδική εύνοια, είτε ύστερα από μερικούς ραβδισμούς, είτε με μερικά πιάστρα που δίνουν στους γενίτσαρους μπαίνουν στον ίδιο τον Άγιο Τάφο, ανάβουν τις λαμπάδες από τα ίδια τα καντήλια που πρωτοδέχτηκαν το Άγιο Φως και βγαίνουν υπερήφανοι και πανευτυχείς.

Δεν λογαριάζουν ούτε τους κόπους ούτε τα χρήματα που τους στοίχισε αυτή η επιτυχία.Μέσα σ’ ένα τέταρτο της ώρας άναψαν όλα τα καντήλια του ναού (τα υπολόγισα σε οχτακόσια). Οι σκηνές που διαδραματίστηκαν ανάμεσα στους Έλληνες για τη διανομή του Αγίου Φωτός επαναλαμβάνονται τώρα στα παρεκκλήσια των Αρμενίων, των κοπτών, των Σύρων και των Αιθιόπων, θαρρείς πως ο ναός πήρε φωτιά, ότι τον κατατρώει μια πελώρια πυρκαγιά…».

Τα αυτοαναφλεγόμενα κεριά
Υπάρχει η άποψη ότι πρόκειται για μια απόκρυφη εφαρμογή που οργανώνουν οι κληρικοί του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων εδώ και αιώνες. Μία εκδοχή που προβάλλεται σύμφωνα με την άποψη αυτή είναι ότι τα κεριά έχουν εμβαπτιστεί προηγουμένως σε φώσφορο, ο οποίος έχει την ιδιότητα της αυτοανάφλεξης μετά από κάποιο χρονικό διάστημα. Ο φωσφόρος από την άλλη ως χημικό στοιχείο ανακαλύφθηκε κατά τον 17ο αιώνα και δεν απαντάται ελεύθερος στη φύση.

Για τους υποστηρικτές αυτής της άποψης ήταν παρ’ όλα αυτά γνωστές από πολύ παλαιότερα στην περιοχή της Μέσης Ανατολής κάποιες «θαυματουργές ουσίες» ή «κρήνες» (πηγές) που παρουσίαζαν τέτοιου είδους φαινόμενα. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να σημαίνει ότι είτε ολόκληρος ο Πανάγιος Τάφος βρίσκεται σε μια τέτοια περιοχή είτε ότι χρησιμοποιείται αυτούσια κάποια πανάρχαιη «θαυματουργή ουσία» (χημική ένωση) της οποίας το όνομα και η σύσταση διατηρούνται μέχρι σήμερα ως ιερατικό «επτασφράγιστο» μυστικό.

Εντούτοις, όπως υποστηρίζεται από πιστούς, η φλόγα που προέρχεται από το Άγιο Φως φέρεται να φωτοβολεί αλλά να μην προκαλεί καύση κατά τα πρώτα 33 λεπτά, σε αντίθεση με τη φυσική δράση της φωτιάς. Βέβαια, σε αυτή την περίπτωση καταφανής είναι η σύγκριση που γίνεται αναφορικά όχι με το φως αλλά με τη φωτιά.

Ο συγγραφέας Μιχάλης Καλόπουλος έχει δημοσιεύσει έρευνα που υποδεικνύει ότι τα αυτοαναφλεγόμενα υλικά και η θρησκευτική πυροτεχνουργία που ήταν γνωστή στην αρχαιότητα είναι επαρκή για να παράγουν το αποτέλεσμα που περιγράφεται ως «Άγιο Φως».
Όπως ο ίδιος αναφέρει:
«Με τη συνδρομή του Εργαστηρίου Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης προσδιορίσαμε ότι η καταλληλότερη ουσία για μια τέτοια χρήση είναι ο λευκός φωσφόρος.

Πως όμως θα μπορούσε κανείς να καθυστερήσει αυτή την αυτόματη ανάφλεξη ώστε να συμβεί με ελεγχόμενο τρόπο σε προκαθορισμένη στιγμή; Απλά, εάν ο φωσφόρος που συνήθως φυλάγεται κάτω από νερό για να μην αναφλεγεί, διαλυθεί σε κάποιο κατάλληλο οργανικό διαλύτη και μετά ένα πανί η κερί βουτηγμένο στο διάλυμα αυτό εκτεθεί στον ατμοσφαιρικό αέρα, η αυτοανάφλεξη δεν γίνεται αμέσως αλλά καθυστερεί εως ότου εξατμιστεί σχεδόν τελείως ο διαλύτης.

Στη συνέχεια το υλικό αρχίζει πρώτα να καπνίζει και τέλος αναφλέγεται, με ζωηρή φλόγα. Σημειώστε τη λεπτομέρεια της αργής προοδευτικής ανάφλεξης που ταιριάζει με τις περιγραφές των αυτοπτών μαρτύρων: “φωτιές ανάβουν σποραδικά αυτόματα σε κεριά και σε καντήλια, με «θεία» παρέμβαση, αφού αρχίσουν να καπνίζουν πριν για λίγη ώρα.” Αν όμως ο ίδιος ο παντοδύναμος Θεός άναβε θαυματουργικά κάθε χρόνο τα κεριά και τις καντήλες τι ανάγκη είχε να τα κάνει να καπνίζουν για ώρα μέσα στην κατάμεστη από πιστούς, ασφυκτικά γεμάτη εκκλησία και δεν τα ανάβει δια μιάς; Τα πειράματά μας έδειξαν ότι η αυτόματη ανάφλεξη των κεριών μπορεί να επέλθει με ελεγχόμενη χρονοκαθυστέρηση ημίσειας ώρας και άνω εξαρτώμενης από την πυκνότητα του διαλύματος του φωσφόρου και του τύπου του οργανικού διαλύτη που χρησιμοποιεί κανείς.

Επιδείξαμε κατ’ επανάληψη με επιτυχία το πείραμα με τα κεριά, προς κατάπληξη των παρευρισκομένων εκπροσώπων της Ελληνικής Ορθοδόξου Εκκλησίας. Η αμηχανία τους ήταν έκδηλη, παρόλο που δεν προφασιστήκαμε κάποια ανταγωνιστική υπερφυσική δύναμη αλλά ξεκαθαρίσαμε άμεσα και ευθέως τη φυσική βάση της διαδικασίας. Σε πρόσφατη μάλιστα επίδειξη που μεταδόθηκε από το EXTRA την Παρασκευή 16 Απριλίου, ένας εκ των εκπροσώπων της Εκκλησίας διάβαζε την ώρα του πειράματος… τους εξορκισμούς του Αγίου Βασιλείου.. ανεπιτυχώς.
Η πηγή προέλευσης του λευκού φωσφόρου στην αρχαιότητα μπορεί να ήταν αρκετά απλή. Ένας κατάλογος από τα πιθανά διαθέσιμα υλικά για την παραγωγή φωσφόρου μας εισάγει κατευθείαν στο βασίλειο της Μαγείας και μάλιστα της Μαύρης καθώς η συνήθης πηγή για την παραγωγή φωσφόρου είναι τα… κόκκαλα, τα κόπρανα και τα ούρα. Και που αλλού μπορείτε να φανταστείτε ότι θα βρίσκαμε τέτοιες δυσώδεις αλχημιστικές συνταγές μαγειρικής παρά στο… Ιερό βιβλίο της Βίβλου».

Η σχισμένη κολώνα
Ο κίονας που υποστηρίζεται ότι εσχίσθη θαυματουργικώςΈνα άλλο σημείο στο οποίο θα πρέπει να σταθούμε, είναι η περιβόητη σχισμένη κολώνα και το θαύμα που (θρυλείται ότι) συνδέεται μ’ αυτήν. Ακόμα και σκληροπυρηνικοί απολογητές στην περίπτωση αυτή συνιστούν επιφυλακτικότητα!

Λέγεται πως το 1549 μ.Χ. οι Αρμένιοι δωροδόκησαν τον σουλτάνο Μουράτ για να τους δώσει την άδεια να εισέλθουν στον Πανίερο Ναό της Αναστάσεως και να βγάλουν αυτοί από τον Πανάγιο Τάφο το Άγιο Φως. Πράγματι ο σουλτάνος τους έδωσε την άδεια και οι Αρμένιοι μπήκαν μέσα στον Ναό και τον κλείδωσαν. Γεμάτος απελπισία ο Ορθόδοξος Πατριάρχης όταν είδε τους Αρμένιους να βρίσκονται μέσα στον Πανάγιο Τάφο, γονάτισε έξω στην είσοδο του Ναού κοντά σε μία από τις κολόνες. Ξαφνικά η κολόνα σχίστηκε και βγήκε το Άγιο Φως ανάβοντας τις λαμπάδες του Πατριάρχη. Ο Αγαρηνός Εμίρης παρακολουθούσε τα γεγονότα από τον μιναρέ του τζαμιού που βρίσκονταν απέναντι από τον Ναό.
Μόλις είδε τα γεγονότα φώναξε «Μεγάλη η πίστη των Χριστιανών! ‘Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Θεός των Χριστιανών. Πιστεύω στον Αναστάντα εκ νεκρών Χριστόν. Τον προσκυνώ ως Θεό μου». Μετά από αυτή την ομολογία του πήδησε από τον μιναρέ. Κατά την πτώση του όμως δεν έπαθε τίποτα. Τότε οι μουσουλμάνοι τον έπιασαν και τον αποκεφάλισαν.

Εδώ όμως προκύπτουν κάποιοι προβληματισμοί. Το σχίσιμο της κολώνας για παράδειγμα (το οποίο εστιάζεται κυρίως στο κατώτερο τμήμα της) δεν είναι διαμπερές! Συνεπώς θα πρέπει να δοθεί μια λογική εξήγηση για το πώς (αλλά κυρίως ΓΙΑΤΙ) το φως διαπερνώντας το υλικό εμπόδιο τού κίονα άφησε τα ίχνη του μόνο από την εξωτερική πλευρά. Εκτός κι αν … – εκτός κι αν το σχίσιμο προκλήθηκε από έξω προς τα μέσα, και όχι από μέσα προς τα έξω!

Ο Ιάσων Ευαγγέλου στο «Θρησκευτικό φαινόμενο» κάνει λόγο για φθορά «από την πυρκαγιά του 1808», ενώ ο κ. Καλοκύρης υποστηρίζει ότι επρόκειτο για λάμψη κεραυνού, χωρίς ωστόσο να δίνει περαιτέρω πληροφορίες ή να διευκρινίζει πόθεν τούτο τεκμαίρεται.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον ωστόσο παρουσιάζει η εικασία του ότι ο θρύλος περί θαυματουργικής εμφάνισης τού φωτός μέσα από την κολώνα «πιθανόν να σχετίζεται με την παλαιά παράδοση που διασώζει ο Κλήμης ο Αλεξανδρεύς κατά την οποία ο Θεός ‘‘και τω πυρί δεδίττεται – δηλαδή εκπλήσσει, φοβίζει – τους ανθρώπους ανάπτων εκ κίονος την φλόγα” (…) Και εδώ όμως ο Θεός ‘‘δεδίττεται” με τη φλόγα του κεραυνού που (…) έσχισε την κολώνα»!

Ο προβληματισμός σε σχέση με την αυθεντικότητα τού εν λόγω «θαύματος», γίνεται όμως ακόμα πιο βασανιστικός, όταν αναρωτιόμαστε, πώς είναι δυνατόν οι Αρμένιοι να βίωσαν μπροστά στα μάτια τους αυτό το απίστευτο θαύμα, κι όμως αντί να αποκηρύξουν πάραυτα τα σφαλερά τους πιστεύω και να ασπαστούν το ορθόδοξο δόγμα, απλώς έφυγαν με σκυμμένο το κεφάλι; Γιατί δεν έκαναν αυτό που έκανε ο μουσουλμάνος μουεζίνης;

Και καλά, για τον άλφα ή για τον βήτα λόγο, δεν το έκαναν. Έκτοτε όμως έχουν παρέλθει πάνω από 400 χρόνια και οι Αρμένιοι έχουν βιώσει το θαύμα ισάριθμες φορές, και μάλιστα από απόσταση αναπνοής! Ακόμα να πιστέψουν;
Εδώ πράγματι, όπως με χιούμορ σχολιάζει ο Μιχάλης Καλόπουλος στο βιβλίο του «ΘΑΥΜΑ Ή ΑΠΑΤΗ ΤΟ ‘‘ΑΓΙΟΝ” ΦΩΣ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ;» ο Αρμένιος παρατηρητής πρέπει σίγουρα να είναι «ο πιο δύσπιστος χριστιανός όλων των εποχών! (…) Μόνο ο διάβολος θα είχε τόσο αρνητισμό!».

Η ακαΐα
Η εξελικτική πορεία τού Αγίου Φωτός μέσα στον χρόνο, δεν ήταν βέβαια δυνατόν να μην αγγίξει και την κατά πολλούς εντυπωσιακότερη ιδιότητα του: την περιβόητη ακαΐα. Αρχικά, λέει, η φλόγα δεν καίει, και μόνο μετά την πάροδο 33 ολόκληρων λεπτών, αποκτά τις φυσικές της ιδιότητες!


Το εκπληκτικό δε είναι ότι η ακαΐα ΔΕΝ συνδέεται με τον βαθμό πίστης ή τις γενικότερες θρησκευτικές πεποιθήσεις τού ατόμου, έτσι ώστε να μπορεί να βιωθεί ακόμα και από ανθρώπους που δεν πιστεύουν καν στο Άγιο Φως! – Μάλιστα… Φαίνεται λοιπόν πως και εδώ υπήρξαν σημαντικές τροποποιήσεις προϊόντος τού χρόνου … Διότι τουλάχιστον την εποχή του ιερομονάχου και ιεροδιδασκάλου Γαβριήλ (1755 – 1815), όπως ο ίδιος μας διαβεβαιώνει, η ακαΐα εξαρτάτο ΑΜΕΣΑ από τον βαθμό τής πίστης με την οποία προσερχόταν κανείς στο φως: Ευλαβείς και ενάρετοι προσκυνητές «το εβάστασαν μετά πίστεως ώρα ικανήν και εις τας χείρας και εις τούς κόλπους και εις το πρόσωπον και δεν εκάησαν. Αλλ˙ ήρχισες να διστάζεις (…) και να δοκιμάζεις όχι με πίστιν, αλλά με αμφιβολίαν; Καίει, το ομολογώ»!

Τι ισχύει λοιπόν τελικά; Τι θα πρέπει επιτέλους να πιστέψουμε; Γιατί το «θαύμα» δεν χαρακτηρίζεται από επιβλητική απλότητα και αναλλοίωτη συνέχεια; Γιατί όλες αυτές οι ανακολουθίες; Είναι κι αυτά τα τόσο συμβολικά, υποτίθεται διά θαύματος εμφανιζόμενα 33 λεπτά ακαΐας που πραγματικά πρέπει να παλέψει κανείς για να μην κολαστεί! Διότι άσχετα με την (αντικειμενική ή υποκειμενική) υπόσταση τού φαινομένου, γεννάται το ερώτημα: Γιατί 33, 23, 13 ή οσαδήποτε λεπτά και όχι πάντα; Γιατί το θαύμα στη γένεσή του να είναι τόσο εντυπωσιακό, τόσο υπέρλογο, μα στη συνέχεια να υπόκειται σε φυσικούς περιορισμούς;

Είναι γνωστό, ότι η αυτοανέφλεξη του φωσφόρου που περιγράφεται παραπάνω, δεν προκαλεί θερμότητα στην αρχή και η φλόγα είναι σχετικά ψυχρή. Έτσι εξηγείται επιστημονικά το φαινόμενο της ακαΐας.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, για να έχετε μια ιδέα, πως ακριβώς εννοείται η ακαΐα που επικαλούνται αρκετοί, παρακολουθήστε μερικά από τα βίντεο που εμφανίζουν πιστούς να μην καίγονται. Προσέξτε ότι στην συντριπτική πλειοψηφία κανένας δεν κρατά σταθερά τη φλόγα σε ένα σημείο, αλλά μετακινούν με σχετική ταχύτητα, είτε το κερί, είτε το «δοκιμαζόμενο» σημείο του σώματος. Σημειώστε επίσης, ότι τα περισσότερα βίντεο που σχετίζονται με αυτό το θέμα, δεν διαρκούν παρά ελάχιστα δευτερόλεπτα, ενώ κάποια απ’ αυτά αναπαράγωνται σε αργή κίνηση για να δίνουν την ψευδαίσθηση της παρατεταμένης διάρκειας.
Με λίγα λόγια, ακόμα και στην περίπτωση που η φλόγα δεν παράγεται από φωσφόρο, συμβαίνει ότι πάνω-κάτω και με τους Αναστενάρηδες στη Δράμα, ένα φαινόμενο το οποίο έχει εξηγηθεί επιστημονικά.

Θα πρέπει να αναφερθεί τέλος, πως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων, σε σχέση με την θαυματολογία, δεν παίρνει επίσημη θέση και τηρεί μια στάση ουδετερότητας. Στην δε, επίσημη ιστοσελίδα του Πατριαρχείου, ουδεμία αναφορά γίνεται στο θέμα.

Η υποδοχή του Αγίου Φωτός με τιμές αρχηγού κράτους
Υποδοχή του Αγίου ΦωτόςΔεν θα μπορούσε να μην σχολιάσει κανείς την υπερβολή που διαπράττεται, καθώς και το ότι με δαπάνες του ελληνικού κράτους κι όχι της Εκκλησίας, διεκπεραιώνεται ένα κακόγουστο θέαμα, που αφ’ ενός παραβιάζει την συνταγματική αρχή της ανεξιθρησκείας, αφ’ ετέρου συμβάλλει στην συντήρηση και την τουλάχιστον έμμεση ενίσχυση της παραφιλολογίας περί «θαύματος».

Η «παράδοση» της μεταφοράς του Φωτός έχει ως εξής: το Μεγάλο Σάββατο, με ειδική πτήση της Ολυμπιακής, μεταβαίνει στα Ιεροσόλυμα ο Έξαρχος του Παναγίου Τάφου, ένας, δυο υπουργοί (ανάλογα με την ευσέβεια της κυβέρνησης) και τμήμα της προεδρικής φρουράς. Η επίσημη αποστολή επιστρέφει μαζί με το Άγιο Φως, πάλι με ειδική πτήση. Στο αεροδρόμιο, το Άγιο Φως γίνεται δεκτό ως… αρχηγός κράτους: στρώνεται κόκκινο χαλί, ενώ μικτός λόχος με μπάντα αποδίδει τιμές (στο… Φως).

Αφού γίνει δεκτό με τιμές αρχηγού κράτους, το Άγιο Φως μεταφέρεται με συνοδεία μοτοσικλετιστών της ΕΛΑΣ στο Μετόχι του Παναγίου Τάφου στην Πλάκα. Παράλληλα, από το αεροδρόμιο ξεκινά νέος γύρος δεκαέξι (!) ειδικών πτήσεων της Ολυμπιακής, δια των οποίων μεταφέρεται στις Ιερές Μητροπόλεις της χώρας. Ελικόπτερο του Ναυτικού μεταφέρει το Φως σε νησιά χωρίς αεροδρόμιο. Υπάρχουν πράγματα που νομίζει κάποιος, πως συμβαίνουν επειδή συνέβαιναν πάντα. Λέγονται και «παραδόσεις».

Ως το 1988, το Φως ερχόταν στην Ελλάδα με βαπόρι μια εβδομάδα μετά την Ανάσταση! Μέχρι που ένας ταξιδιωτικός πράκτορας έπεισε το κράτος να μετατρέψει μια θρησκευτική τελετή σε εθνική παράδοση: Ήταν ο Ιάκωβος Οικονομίδης, ο οποίος έκτοτε φέρει τον τίτλο του Μεγαλόσταυρου του Παναγίου Τάφου, ιδιοκτήτης ταξιδιωτικού γραφείου στην οδό Νίκης 23, που οργάνωνε (μέχρι το 2004 που έκλεισε) εκδρομές στους Αγίους Τόπους.

Λόγω της σχέσης του με τον τότε Έξαρχο του Παναγίου Τάφου στην Αθήνα (και μετά Πατριάρχη) κ. Ειρηναίο, συνέλαβε την ιδέα και έπεισε το κράτος να ναυλώσει αεροσκάφος της Ολυμπιακής για τη μεταφορά του Αγίου Φωτός από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Επί προεδρίας Σαρτζετάκη, προστέθηκαν… εύζωνοι και σταδιακά φτάσαμε στο να του αποδίδονται (του… Φωτός!) τιμές αρχηγού κράτους.

Φυσικά, κανένα άλλο ορθόδοξο κράτος στον κόσμο (από τη Ρωσία και τη Σερβία μέχρι την Αρμενία) δε ναυλώνει αεροσκάφος για να μεταφέρει το Φως, ούτε το υποδέχεται ως αρχηγό κράτους…

Ο ίδιος ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου, Ιεροθέος, ήταν επικριτικός για το τελετουργικό αυτό, το οποίο είχε χαρακτηρίσει (για άλλους λόγους βεβαίως), σαν «πρόκληση»:
«Συνηθίζεται να υποδεχόμαστε τους αρχηγούς Κρατών με ιδιαίτερες τιμές, ανάλογες με το αξίωμα που κατέχουν και την διακονία που έχουν μέσα στην κοινωνία. Και ακόμη μερικούς ανθρώπους που έχουν μια υπεύθυνη θέση, όπως τον Οικουμενικό Πατριάρχη –πού ασκεί υπεύθυνη εκκλησιαστική διακονία– τους υποδεχόμαστε με τιμές αρχηγού Κράτους. Αυτό είναι επιβεβλημένο, γιατί δεν πρέπει να υπονομεύουμε τους θεσμούς, αφού κάθε υπονόμευση των θεσμών οδηγεί στην αναρχία και την ανταρσία. Θεωρούμε δε κάθε εξουσία ως μεταπτωτικό φαινόμενο, που χρειάζεται για την πεπτωκυία κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε, την θεωρούμε σαν ένα αναγκαίο κακό, όπως και τον θάνατο.

Όμως δεν μπορούμε να θέσουμε το άγιον φως στην ίδια θέση με τον αρχηγό Κράτους, διότι δεν αποτελεί μια εξουσία τεταγμένη για να εξυπηρετή μεταπτωτικές καταστάσεις. Μάλιστα οι δημοσιογράφοι που «εκάλυπταν ζωντανά» το γεγονός της υποδοχής του αγίου φωτός άλλοτε έλεγαν ότι υποδεχόμαστε το φως με τιμές αρχηγού Κράτους, και άλλοτε ότι το άγιο φως είναι ο πρώτος αρχηγός Κράτους στο νέο Αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος»!!

Η εικόνα της υποδοχής που είδα στην τηλεόραση μου δημιούργησε έντονο προβληματισμό. Η παρουσία της μουσικής μπάντας που παιάνιζε, το άγημα που απέδιδε τιμές, οι μοτοσυκλετιστές που συνόδευαν τον «αρχηγό Κράτους» και ο Επίσκοπος που κρατούσε τις λαμπάδες αναμμένες και με αυτές ευλογούσε τους πιστούς, και μάλιστα πολλές φορές οι λαμπάδες έσβηναν και χρειαζόταν να τις ανάψη εκ νέου, με προκάλεσαν.

Θα ήταν δυνατόν να αποδοθούν συμβολικές τιμές για το μεγάλο γεγονός με σεμνότητα και σοβαρότητα που επιβάλλει το θαυματουργικό αυτό σημείο, αλλά δεν είναι ορθό να θεωρήται αρχηγός Κράτους το άγιο φως, γιατί τότε παραθεωρείται η αποφατικότητα του γεγονότος και το μυστηριακό στοιχείο του».

Διαβάστε περισσότερα: http://www.pare-dose.net

Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Ελλάς το μεγαλείο σου

Στο ενημερωτικό δελτίο της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών του Μαρτίου 2010 διάβασα τα εξής καταπληκτικά: Κατά τη χρονική περίοδο 500 έως 332 π.Χ. πέθαναν οι παρακάτω δεκαεννέα επιφανείς Έλληνες, εκπρόσωποι των γραμμάτων και των τεχνών, στην εξορία ή στη φυλακή.

1. Πυθαγόρας το 500 π.Χ., ετών 80 από πείνα στην εξορία. 2. Μιλτιάδης το 489 π.Χ., ετών 65 στη φυλακή. 3. Αριστείδης το 468, ετών 72 από πείνα στην εξορία. 4. Θεμιστοκλής το 461, ετών 66 στην εξορία. 5. Αισχύλος το 456, ετών 69 στην εξορία. 6. Περικλής το 429, ετών 66 παραιτήθηκε λόγω κατηγορίας. 7. Φειδίας το 421, ετών 66 στη φυλακή. 8. Αναξαγόρας το 428, ετών 72 στην εξορία. 9. Ηρόδοτος το 426, ετών 59 στην εξορία. 10. Ικτίνος το 420, ετών 59 στην εξορία. 11. Σοφοκλής το 406, ετών 90 στην εξορία από πείνα. 12. Ευριπίδης το 406, ετών 74 στην εξορία. 13. Αλκιβιάδης το 404, ετών 48 στην εξορία. 14. Σωκράτης το 399, ετών 71 ήπιε το κώνειο. 15. Θουκυδίδης το 396, ετών 64 στην εξορία. 16. Αριστοφάνης το 385, ετών 61 στην εξορία από πείνα. 17. Πλάτων το 347, ετών 80 στην εξορία. 18. Ισοκράτης το 338, ετών 99 στην εξορία. 19. Δημοσθένης το 322, ετών 63 πήρε δηλητήριο.

Η πατρίδα, ως άλλος Κρόνος, έτρωγε τα παιδιά της, επιστήμονες, συγγραφείς, σοφούς, ιστορικούς, πολιτικούς, ακόμη και γέροντες 99 χρόνων.

Ας μην έχουμε παράπονο λοιπόν εμείς οι αντιστασιακοί με τις θανατικές καταδίκες, τις χαλκευμένες κατηγορίες, τις μακρόχρονες φυλακίσεις και εξορίες, τα στρατόπεδα του θανάτου, τις δολοφονίες από τους παρακρατικούς και τα απάνθρωπα βασανιστήρια.

Δηλαδή ας λέμε πάλι καλά;

Π. Αρώνης

Πηγή:avgi.gr

Η νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού

Του ROSINO GIBELLINI


Στις 20 Οκτωβρίου 1953, ο ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης (τότε καθηγητής στη Γοττίγγη) Ernst Kaesemann έδωσε μια διάλεξη στο σύλλογο των πρώην φοιτητών του Μάρμπουργκ με θέμα Το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, η οποία έμελλε να εγκαινιάσει αυτό που ο Βορειοαμερικανός βιβλικός ερευνητής James Robinson θα ονομάσει "νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού" (New Quest of Historical Jesus).

Από την παλαιά στη νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Η Old Quest, η παλαιά έρευνα, είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του αιώνα με το έργο του Albert Schweitzer, Από τον Reimarus στον Wrede:Μια ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού [Von Reimarus zu Wrede: eine Geschichte der Leben - Jesu - Forschung] (1906), το οποίο επανεκδόθηκε εμπλουτισμένο το 1913, με τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού [Geschichte der Leben - Jesu - Forschung].

Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παρουσίαζε τις κυριότερες σχετικές μελέτες, ξεκινώντας από τα Αποσπάσματα [Fragmente] του Reimarus, δημοσιευμένα από τον Lessing μεταξύ 1774 και 1778, και φθάνοντας διά μέσου των Paulus, Schleiermacher, Strauss, Bauer και Renan στις εσχατολογικές ερμηνείες της μορφής του Ιησού, γραμμένες από τον Wilhelm Wrede και τον Schleiermacher, για να καταλήξει σε ένα απογοητευτικό συμπέρασμα: "Αυτό το βιβλίο", διαβάζουμε στον πρόλογο του 1906, "κατά βάθος, δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να παρουσιάσει την παραφροσύνη που συνδέεται με το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, όπως σκιαγραφείται από τη σύγχρονη θεολογία, γιατί αυτή η παραφροσύνη είναι αποτέλεσμα της ανασύνθεσης των εσωτερικών διαδοχικών φάσεων της έρευνας πάνω στη ζωή του Ιησού".

Με τα ίδια περίπου λόγια ο συγγραφέας άρχιζε να διατυπώνει τα τελικά συμπεράσματά του: "Εκείνοι που αρέσκονται να μιλούν για αρνητική θεολογία δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν με τα αποτελέσματα της έρευνας πάνω στον βίο του Ιησού. Και αυτά αρνητικά είναι".

Στο μεταξύ μεσολάβησαν δύο γεγονότα: α) μια νέα αρχή στη θεολογία, με τη διαλεκτική θεολογία, που μετά τη ρήξη της με τη φιλελεύθερη θεολογία ξεκινούσε τη θεολογική συζήτηση απευθείας από τον λόγο του Θεού, ανεξαρτητοποιώντας την από ευμετάβλητες ιστορικές ανασυνθέσεις??? β) η εμφάνιση μιας νέας μεθόδου της βιβλικής κριτικής, της μορφοϊστορικής μεθόδου (Formgeschichte), την οποία μια ομάδα ερμηνευτών (Karl Ludwig Schmidt, Martin Dibelius, Rudolf Bultmann) άρχισε να εφαρμόζει μεταξύ 1919 και 1921 στο κείμενο της Καινής Διαθήκης.


Η μέθοδος αυτή αποδείκνυε ότι τα συνοπτικά Ευαγγέλια δεν ήταν ιστορικά κείμενα (όπως πίστευε ακόμη η φιλελεύθερη κριτική), από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ένας Βίος του Ιησού, αλλά κείμενα πίστης, των οποίων οι ρίζες ανάγονταν στο "ζωτικό περιβάλλον" (Sitz im Leben) των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, η -τεκμηριωμένη από τον Schweitzer στην εκτεταμένη μελέτη του - αρνητική έκβαση της έρευνας πάνω στη ζωή του Ιησού εξέβαλλε τώρα σε μια διπλή, ιστορική και θεολογική, ερμηνεία: θεολογική, γιατί η θεολογία εκκινούσε πλέον όχι από προσπάθειες ιστορικής ανασύνθεσης αλλά απευθείας από τον λόγο του Θεού, και ιστορική, γιατί για πρώτη φορά αποδεικνυόταν πως ήταν αδύνατον να συγγραφεί ένας Βίος του Ιησού.

Ο Bultmann -που με τον τρόπο του είχε υπονομεύσει τη φιλελεύθερη έρευνα περί του Ιησού- χρησιμοποιεί εκ νέου και επιτείνει τη διάκριση που είχε εισηγηθεί ο Martin Kahler προς το τέλος του περασμένου αιώνα, με το βιβλίο του Ο λεγόμενος ιστορικός Ιησούςς και ο ιστορικός Χριστός της Βίβλου [Der sogenannte historische Jesus und der geschichtliche, biblische Christus] (1982).

Για να αναλύσουμε την ανεπανάληπτη θεωρία του Bultmann, πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε δύο όρους ευρείας χρήσης στην υπαρξιστική θεολογία: Historie (επίθετο: historisch) και Geschichte (επίθετο: geschichtlich). Και οι δύο όροι μεταφράζονται ως ιστορία (επίθετο: ιστορικός), αλλά εκφράζουν δύο διαφορετικές εκδοχές του ιστορικού γεγονότος.

Ηistorie είναι η ιστορία με την έννοια αυτού που συνέβη στο παρελθόν και που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιστοριογραφικής έρευνας. Geschichte είναι η ιστορία με την έννοια ενός γεγονότος που διατηρεί τη σπουδαιότητά του για το παρόν και έχει νόημα και για το μέλλον. Ο Perrin, στα μαθήματά του στην Αμερική πάνω στη θεολογία του Bultmann, χρησιμοποιούσε ένα απλό και σαφές παράδειγμα: όλοι οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών ανήκουν στην Ηistorie, αλλά δεν είναι όλοι τόσο σημαντικοί για την αμερικανική ιστορία, όπως, παραδείγματος χάριν??? ο Αβραάμ Λίνκολν, με άλλα λόγια, δεν ανήκουν όλοι στην Geschichte.

Υιοθετώντας αυτό το νοηματικό πλαίσιο και χρησιμοποιώντας τη σχετική ορολογία οδηγούμαστε σε μερικές διαπιστώσεις. Ο ιστορικός ( historisch) Ιησούς είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο Ιησούς της ιστορίας (Ηistorie), ο επίγειος Ιησούς, ο Ιησούς "όπως πραγματικά υπήρξε", και ο οποίος ενδεχομένως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της ιστοριογραφικής έρευνας (αν και αποδεικνύεται ότι πολλές ιστοριογραφικές απεικονίσεις δεν συμφωνούν απολύτως με τον Ιησού της ιστορίας). Ο "άλλος" ιστορικός (geschichtlich) Χριστός είναι ο Χριστός της βιβλικής ιστορίας, ο Χριστός της Καινής Διαθήκης, η οποία διηγείται και ερμηνεύει την ιστορία του Ιησού και τη σημασία του για την πίστη, ο Χριστός του κηρύγματος, που παροντοποιεί τη σωτηρία, εδώ και τώρα, για μένα.

Ο Bultmann ασχολήθηκε και με την ιστορική έρευνα σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού, στον οποίο αφιέρωσε ένα ωραίο τομίδιο με τον απέριττο τίτλο Ιησούς (1926). Το βιβλίο αυτό στηρίζεται στα πορίσματα της πλατιάς έρευνας σχετικά με την Ιστορία της συνοπτικής παράδοσης [Die Geschichte der synoptischen Tradition] (1921).

Αν δεν είναι δυνατόν να συντάξουμε ένα Βίο του Ιησού, επειδή μας διαφεύγουν πολλά στοιχεία εξαιτίας της ιδιοτυπίας των πηγών που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, είναι ωστόσο εφικτό να σκιαγραφήσουμε τα ουσιώδη σημεία του κηρύγματός του. Όπως σημειώνει ο Bultmann στην κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου του Ιησούς: "Το αντικείμενό του [του βιβλίου], λοιπόν, δεν είναι ο βίος ή η προσωπικότητα του Ιησού, αλλά μόνο η διδασκαλία του, το κήρυγμά του.

Και αν ξέρουμε λίγα για τη ζωή και την προσωπικότητα του Ιησού, ξέρουμε όμως πολλά για το κήρυγμά του, ώστε να είμαστε σε θέση να συνθέσουμε μια πιστή εικόνα του".

Παρ' όλα αυτά ο Ιησούς της Historie -στο μέτρο τουλάχιστον που μπορεί να ανασυγκροτηθεί ιστορικά- δεν είναι σημαντικός για την πίστη. Για την πίστη είναι σημαντικός ο Χριστός του κηρύγματος. Βέβαια, ο Χριστός του κηρύγματος προϋποθέτει ότι (dass) ο Ιησούς εμφανίστηκε, κήρυξε και πέθανε στον σταυρό, όμως το πώς (wie) και το τι (was) της επίγειας ιστορίας του (Historie) δεν είναι σημαντικό για την πίστη, αλλά ενδεχομένως μόνο για την ιστορική έρευνα.

Το ίδιο το κήρυγμα του Ιησού δεν είναι κήρυγμα. Στο έργο του Ο αρχέγονος χριστιανισμός (1949), ο Bultmann πραγματευόταν το εσχατολογικό κήρυγμα του Ιησού, εντάσσοντάς το στο κεφάλαιο περί ιουδαϊσμού και όχι στο κεφάλαιο περί αρχέγονου χριστιανισμού. Και άρχιζε το έργο του Θεολογία της Καινής Διαθήκης (το πρώτο σχεδίασμα του 1948) με την ακόλουθη κατηγορηματική δήλωση: "Το κήρυγμα του Ιησού ανήκει στις προϋποθέσεις της θεολογίας της Καινής Διαθήκης χωρίς να αποτελεί μέρος της ίδιας της θεολογίας".

Κατά τον Bultmann, αφετηρία του χριστιανισμού είναι η εμπειρία του Πάσχα και το κήρυγμα της Εκκλησίας, δηλαδή η πίστη στον Χριστό και το ευαγγελίζεσθαι Χριστόν. Αυτή η άποψη έμελλε να θεωρηθεί απαράδεκτη ακόμη και από τους ίδιους τους μαθητές του ερμηνευτή του Μάρμπουργκ. Γράφει σχετικά ο Ernst Fuchs: "Η χιονοστιβάδα έπεσε στην κοιλάδα προτού ακόμη ο Kaesemann εξαπολύσει τα πυρά του".

Ernst Kasemann: Το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού. Ο Kasemann, σε μια εκρηκτική διάλεξή του τον Οκτώβριο του 1953 γύρω από το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, επεσήμανε μια διαφοροποίηση: "Η κατάστασή μας χαρακτηρίζεται λοιπόν από το γεγονός ότι το τυπικά φιλελεύθερο πρόβλημα του ιστορικού Ιησού αποκτά τώρα ένα νέο θεολογικό ειδικό βάρος".

Ο Kaesemann αφομοιώνει πλήρως τους καρπούς της ιστορικοκριτικής έρευνας: ο ιστορικός εφαρμόζοντας την επιστημονική μέθοδό του στην Καινή Διαθήκη, μπορεί να φθάσει μονάχα στο κήρυγμα της αρχέγονης Εκκλησίας και όχι στον επίγειο Ιησού, τον ιστορικό Ιησού. Εξ ου και η αδυνατότητα σύνταξης ενός Βίου του Ιησού. Πράγματι, η βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου προϋποθέτει την ανάπτυξη τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών πτυχών του χαρακτήρα του.

Όμως στην περίπτωση του Ιησού, εξαιτίας της ιδιοτυπίας των διαθέσιμων πηγών, αφενός από εσωτερική άποψη, δηλαδή σχετικά με την ψυχολογία του προσώπου, δεν γνωρίζουμε τίποτε, αφετέρου, από εξωτερική άποψη, τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι τόσο ελάχιστα που δεν επιτρέπουν να μιλάμε για μια ιστορική προσωπογραφία.

Οι πηγές δεν μας παραδίδουν facta bruta, ικανά να χτίσουν μια ιστορία, αλλά μόνο μια ιστορία που έχει υποστεί ερμηνεία: "Η κοινότητα δεν μπορούσε και δεν ήθελε να ξεχωρίσει αυτήν την ιστορία (Ηistorie) από τη δική της ιστορία (Geschichte). Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να αφήσει κατά μέρος την πίστη της στην ανάσταση και να διαφοροποιήσει τον επίγειο από τον αναστημένο Κύριο.

Η κοινότητα, μολονότι διατηρούσε την ταυτότητα και των δύο, διακήρυσσε ότι η αποκλειστική εξάρτηση των προβλημάτων από τον ιστορικό Ιησού θα σήμαινε αφαίρεση". Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται πλήρη υπέρβαση της προβληματικής της φιλελεύθερης θεολογίας γιατί, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν πρόκειται για μια ιστορία υποκείμενη στην ερμηνεία (Geschichte), παραμένει πάντα μια ιστορία (Ηistorie). Είναι τα ίδια τα Ευαγγέλια εκείνα που μας επιβάλλουν την ιστορική προβληματική. Πράγματι, τα Ευαγγέλια ιστορικοποιούν ό,τι δεν είναι δυνατόν να ιστορικοποιηθεί (την ενέργεια του Θεού): τα Ευαγγέλια διηγούνται.

Το ιστορικό στοιχείο (das Historische) στα Ευαγγέλια λειτουργεί με δύο τρόπους: α) τονίζει ότι αυτό που συνέβη μία φορά στην ιστορία είναι ανεπανάληπτο, συνέβη άπαξ διά παντός (εφάπαξ), β) τονίζει το extra nos της σωτηρίας: αυτό που προηγείται πάντα της πίστης, η οποία πηγάζει από τα βάθη της υποκειμενικότητας, είναι η ενέργεια του Θεού που φανερώθηκε στην ιστορία του Ιησού.

"Μας επιτρέπεται να αποφανθούμε ότι η ιστορία [Ηistorie] του Ιησού έχει ιδρυτικό ρόλο για την πίστη, διότι ο αναστημένος Κύριος και ο επίγειος Κύριος ταυτίζονται. Η πίστη στην ανάσταση, αν και δεν υπήρξε το πρώτο ή το μοναδικό περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος, αποτελεί τη βάση του. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η πίστη στην ανάσταση προϋπέθετε σαφή συνείδηση του γεγονότος ότι η ενέργεια του Θεού προηγήθηκε της δικής μας πίστης και το επαληθεύει συμπεριλαμβάνοντας στο κήρυγμά της την επίγεια ιστορία του Ιησού".

Έτσι, η διαπίστωση ότι είναι αδύνατον να ανασυντεθεί ένας Βίος του Ιησού δεν προκαλεί παραίτηση και σχετικισμό, ικανά να οδηγήσουν σε αδιαφορία για τον επίγειο Ιησού. Εάν δεν είναι πλέον εφαρμόσιμη η παλαιά οδός της φιλελεύθερης έρευνας, παραμένει πάντα επίκαιρο το ζήτημα -το οποίο η θεολογία του Bultmann απλώς καταργεί- της συνέχειας μεταξύ του μηνύματος του Ιησού και του κηρύγματος της Εκκλησίας??? με αυτήν την έννοια, το ζήτημα του ιστορικού Ιησού πρέπει να επανεξεταστεί με νέες μεθόδους και πάνω σε νέες βάσεις.

Κατέληγε ο βιβλικός ερμηνευτής: "Το ζήτημα του ιστορικού Ιησού δικαίως είναι εκείνο της συνέχειας του Evangelium στην ασυνέχεια του χρόνου και στη διαφοροποίηση του κηρύγματος. Εμείς οφείλουμε να θέτουμε αυτά τα ζητήματα και να αναγνωρίζουμε σε αυτά το δικαίωμα της φιλελεύθερης έρευνας σχετικά με τη ζωή του Ιησού, ακόμη κι αν δεν συμμεριζόμαστε πια αυτόν τον τρόπο διατύπωσης του ζητήματος".

Η διάλεξη του Kaesemann στο Μάρμπουργκ προκάλεσε έντονη διαμάχη, στην οποία ενεπλάκησαν όλοι οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της λεγόμενης σχολής του Bultmann (Braun, Bornkamm, Conzelmann, Ebeling, Fuchs), καθώς και θεολόγοι και ερμηνευτές διαφορετικού προσανατολισμού (Althaus, Jeremias).

Ο Bultmann, που θα κατηγορηθεί πολλές φορές στη διάρκεια της διαμάχης, δεν μπορούσε να μην παρέμβει, πράγμα που έκανε με τη διάλεξή του στη Χαϊδελβέργη στις 25 Ιουλίου 1959 (δημοσιευμένη το 1960 στα Πρακτικά της Ακαδημίας Επιστημών της Χαϊδελβέργης) με θέμα Η σχέση ανάμεσα στο μήνυμα του Χριστού του πρώιμου χριστιανισμού και στον ιστορικό Ιησού [Das Verhaltnis der urchristlichen Christusbotschaft zum historischen jesus], όπου επεξηγούσε με ακρίβεια τη σκέψη του. Η παρέμβαση του Bultmann αναζωπύρωσε τις στάχτες της φιλονικίας.

Το 1964 ο Kaesemann δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο Αδιέξοδα στη διαμάχη γύρω από τον ιστορικό Ιησού [Sackgassen im Streit um den historischen Jesus], στην οποία έκανε τον απολογισμό μιας δεκαετίας συζητήσεων. Ο ογδοντάχρονος Bultmann, στο τέλος του τέταρτου και τελευταίου τόμου της συλλογής των συστηματικών κειμένων του υπό τον τίτλο Πίστη και κατανόηση (1965), ως εύγλωττο συμπέρασμα έδινε μια Απάντηση στον Kaesemann [Antwort an Kasemann]. O James Robinson ήταν σε θέση να μιλά για τη New Quest ως την αφετηρία μιας "μετά τον Bultmann περιόδου" στη θεολογία.


Πηγή:avgi.gr

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2010

Η εξέγερση του Αλή πασά και η Ελληνική Επανάσταση: Μια παράλληλη θεώρηση

Μέρος πρώτο: Από το 1801 μέχρι την Επανάσταση

στον Βασίλη Παναγιωτόπουλο

Να φανταστούμε για λίγο τον χώρο της νότιας βαλκανικής χερσονήσου, από τα μέρη της νότιας Αλβανίας έως τη σημερινή Ελλάδα μαζί και τα παράλια της Μικρασίας, και να μεταφερθούμε νοητά δύο αιώνες και κάτι πιο πίσω, ας πούμε στα 1801. Ο προηγούμενος αιώνας που μόλις έκλεισε είχε φέρει σημαντικές αλλαγές σ’ ολόκληρη την περιοχή: ο πληθυσμός πύκνωσε, κάποιοι μικροί ορεινοί οικισμοί μετατράπηκαν σε πολιτείες, καινούρια χωριά έκαναν την εμφάνισή-τους, καινούρια καλλιεργήσιμα εδάφη είχαν προστεθεί στα παλιά, καθώς οι πλαγιές των βουνών ξεχερσώνονταν και αποκτούσαν πεζούλες, καινούριες καλλιέργειες δημητριακών, όπως το καλαμπόκι, επέτρεπαν περισσότερα πλεονάσματα για το εμπόριο.

Και το εμπόριο, άλλωστε, είχε κι αυτό αλλάξει: είχαν πια δημιουργηθεί ελληνόφωνες παροικίες και στη κεντρική Ευρώπη, γύρω από τον Δούναβη και τους παραποτάμους-του, από το Μόναχο και τη Βιέννη ώς το Βουκουρέστι και το Γαλάτσι, και πιο πέρα, ώς το Κισνόβι και την Οδησσό ανατολικά, και ώς τη Λιψία στα δυτικά, καθώς και σε πολλά λιμάνια της Μεσογείου· Τεργέστη, Βενετία, Ανκόνα, Λιβόρνο, Μασσαλία. Ένα δίκτυο ελληνόφωνων εμπόρων στην κεντρική Ευρώπη, λοιπόν, με ανταποκριτές στα ελληνικά κέντρα --Θεσσαλονίκη, Γιάννινα, Πήλιο, Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη-- αλλά και στην ενδοχώρα, που στα 1801, τη συμβατική-μας χρονιά, είχε επαρκώς στερεωθεί, παρά τον διαρκή ανταγωνισμό με τους Ευρωπαίους, καθώς μια εμπορική τάξη διαμόρφωνε τώρα ένα ισχυρό δικό-της πρόσωπο.

Έφτιαχνε σχολεία, όπου δάσκαλοι σπουδαγμένοι στην Ευρώπη άρχιζαν να διδάσκουν με νεοτερικές μεθόδους τα καινούρια αντικείμενα, και παράλληλα διεκδικούσε την πολιτική υπεροχή στα κοινοτικά συμβούλια των ελληνικών πόλεων, ενίοτε επηρέαζε μάλιστα και την εκλογή των επισκόπων, των παραδοσιακών ηγετών της κοινότητας, σύμφωνα με το οθωμανικό σύστημα των millet. Αυτή η εμπορική τάξη θα αναδειχθεί ως κεντρικός πρωταγωνιστής-μας σ’ ετούτη εδώ τη σύντομη παρουσίαση.

Προτού προχωρήσουμε, μας χρειάζεται μια επεξηγηματική παρένθεση. Αναφέρθηκα σε ελληνόφωνους, όχι σε Έλληνες· επίτηδες φυσικά. Πρώτον επειδή δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι αν όλοι αυτοί οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί είχαν τότε, στα 1801, ό,τι εννοούμε σήμερα με τον όρο εθνική συνείδηση, και δεύτερον γιατι ένα μεγάλο μέρος από εκείνους που εμπορεύονταν με την κεντρική Ευρώπη ή ταξίδευαν με τα καράβια στη Μεσόγειο ήταν βλαχόφωνοι, αλβανόφωνοι, βουλγαρόφωνοι, πολλοί --Μικρασιάτες κυρίως-- και τουρκόφωνοι στην οικογενειακή-τους γλώσσα· στον κόσμο της δουλειάς, όμως, στο εμπόριο, χρησιμοποιούσαν την ελληνική. Ωστόσο, η γλώσσα δεν λογαριαζόταν και πολύ στη συνείδηση του εμείς· η θρησκεία βάραινε, ακόμη τότε, πολύ περισσότερο.

Ο κόσμος αλλάζει και στα νότια Βαλκάνια

Ο κόσμος λοιπόν άλλαζε γοργά και στα νότια Βαλκάνια· σίγουρα όχι με τους ρυθμούς της κεντρικής ή της δυτικής Ευρώπης, αλλά πάντως σε συνάρτηση μαζί-της. Στις μεγάλες πόλεις είχαν ιδρυθεί δευτεροβάθμια σχολεία, ενίοτε δύο και τρία στην ίδια πόλη, ο αριθμός των βιβλίων όπως και των μαθητών αυξάνονταν θεαματικά, και δεν ήταν λίγα τα σχολεία εκείνα που διέθεταν πια και δικές-τους βιβλιοθήκες. Βρίσκω ενδιαφέρον να επισημάνουμε, μάλιστα, ότι στην προεπαναστατική εικοσαετία τα πιο κοντινά προς τις αντιλήψεις του Διαφωτισμού σχολεία, είχαν ιδρυθεί κατά μήκος του θαλασσινού δρόμου στο Αιγαίο: Αϊβαλί --αλλιώς: Κυδωνίες--, Χίος, Σμύρνη· ας κρατήσουμε αυτό το στοιχείο ως μία ένδειξη των σχέσεων του εμπορίου μακρινών αποστάσεων με το νεοτερικό πνεύμα.

Γνωρίζουμε καλά, άλλωστε, την υποστήριξη που αυτοί οι έμποροι των μακρινών αποστάσεων παρείχαν στο Γυμνάσιο της Σμύρνης, όταν οι συντηρητικές δυνάμεις θέλησαν να αναστείλουν τον ανανεωτικό-του προσανατολισμό. Τα σχολεία τα συντηρούσαν οι κοινότητες, και οι ενδοκοινοτικές διαμάχες για το ποιος θα διοικεί και θ’ αποφασίζει, οι παλιές οικογένειες ή οι ανερχόμενοι έμποροι (γενικότερα η ανακατάταξη της κοινωνικής πυραμίδας), αποτελούν ένα ενδιαφέρον κεφάλαιο της νεοελληνικής ιστορίας, καθόλου άσχετο με την Επανάσταση του 1821. Για την ώρα, ας συγκρατήσουμε μονάχα πως οι οπαδοί των παλαιικών συστημάτων από τη μια, με ηγήτορα το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης, και η νεαρή εμπορική τάξη από την άλλη, με ηγήτορες τους μεγαλεμπόρους, συγκρούστηκαν συχνά, ενίοτε βίαια· παρά τις αρχικές νίκες των εμπόρων στην αρχή της εικοσαετίας, η αντεπίθεση των συντηρητικών περί το 1819-1820, είχε σημαντικές επιτυχίες: και τα τρία σημαντικά σχολειά που αναφέραμε έκλεισαν, ύστερα από επίμονες παρεμβάσεις του Πατριαρχείου λίγος μήνες πριν από το ξέσπασμα της Επανάστασης.

Με αυτό το πνεύμα προτείνω να βλέπουμε τα χρόνια τη εικοσαετίας. Χρόνια ταραγμένα για ολόκληρη την Ευρώπη· η εξάπλωση των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης με τις στρατιές και τις νίκες του Ναπολέοντα, ο αποκλεισμός των λιμανιών από τον αγγλικό στόλο, η Ιερή Συμμαχία και το Συνέδριο της Βιέννης, τα εθνικά και κοινωνικά κινήματα των ιταλών καρμπονάρων -- και παράλληλα, χρόνια ανακατατάξεων και για την οθωμανική κοινωνία, που δεν στάθηκε τόσο ξένη με τις ιδέες του Διαφωτισμού όσο θέλουμε να φανταζόμαστε εμείς οι Έλληνες. Μνημονεύω μονάχα ότι στις ταραχές που δημιουργήθηκαν από τις προσπάθειες του σουλτάνου Σελίμ Γ΄ να εκσυγχρονίσει τη στρατιωτική δομή, οι τουρκικοί πληθυσμοί τραγουδούσαν, σύμφωνα με όσα αναφέρει μια μεταγενέστερη πηγή, και τα γαλλικά επαναστατικά τραγούδια (την «Καρμανιόλα» και άλλα). Αυτά στα 1809.

Στη διάρκεια, λοιπόν, αυτών των χρόνων οι συνθήκες έχουν ωριμάσει, και γίνεται προφανές ότι πολλά πρόκειται ν’ αλλάξουν στη βαλκανική χερσόνησο. Οι καινούριες ιστορικές συγκυρίες έχουν καταστρέψει τους ιστούς που συγκρατούσαν τις αχανείς εκτάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας· η Ρωσία εποφθαλμιά τη Βαλκανική, ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός στη Μεσόγειο παρατηρεί με προσοχή τα τεκταινόμενα, κι επιχειρεί να κερδίσει πόντους και εδαφικά ερείσματα. Στο εσωτερικό, η εμπορική τάξη καταλαβαίνει πως οι δυνάμεις-της της επιτρέπουν πια να διεκδικεί μεγαλύτερο μερίδιο στην πολιτική εξουσία, το ίδιο και οι παραδοσιακοί τοπικοί ηγεμόνες, που νοιώθουν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων· η αυξανόμενη σημασία του εμπορίου --η βιομηχανική Ευρώπη χρειάζεται φθηνό σιτάρι για να κρατάει εκεί χαμηλά τους μισθούς-- αυξάνει και τη σημασία της καλλιεργήσιμης γης. Κοντά σ’ όλα αυτά, το γενικό ιδεολογικό πλέγμα μεταβάλλεται με ραγδαίους ρυθμούς· οι παλιές ιεραρχίες καταρρέουν, και τώρα, ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση και, ιδίως, τους ναπολεόντειους πολέμους, οι συλλογικές συνειδήσεις αρχίζουν να στηρίζονται σε διαφορετική βάση: στη θέση του ηγεμόνα και των υπηκόων έρχονται τώρα τα εθνικά σύνολα.

Στο πασαλίκι της Ηπείρου

Στο πασαλίκι της Ηπείρου βρισκόταν από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα ο Αλής από το Τεπελένι. Ικανός, έξυπνος, δυναμικός, κατόρθωσε να περιορίσει την εξουσία των μικρότερων τοπικών ηγεμονίσκων· πονηρός, έβρισκε τους τρόπους να γλιστράει ακόμα περισσότερο από τον έλεγχο του σουλτάνου. Σίγουρα από κάποια στιγμή, εκεί γύρω στα 1801, η ιδέα μιας περισσότερης ανεξαρτησίας, μπορεί και καθαρής αυτονομίας, άρχισε ν’ αποτελεί τον βασικό οδηγό της δράσης-του. Δεν ήταν ο μοναδικός τοπικός ηγέτης με παρόμοιες βλέψεις· απλώς θα τον χρησιμοποιήσουμε ως παράδειγμα.

Το ένα σκέλος των δραστηριοτήτων του πασά απέβλεπε, είπαμε, στον απόλυτο στρατιωτικό έλεγχο της περιοχής-του. Μπορεί οι πόλεμοί-του με τους Σουλιώτες, που στέφθηκαν με την τελική νίκη-του το 1803, να είναι οι πιο γνωστοί, μπορεί η καταστροφή του Χόρμοβου και του Γαρδικιού να συνέτειναν στην φήμη του σκληρού κι εκδικητικού, μπορεί οι φροντίδες-του να επιβάλει δικούς-του ανθρώπους για τη φύλαξη των δρόμων να ιδώθηκε από τους έλληνες ιστοριογράφους αρνητικά, επειδή η δύναμη των χριστιανών αρματολών περιορίστηκε, αλλά αν παρατηρούμε συνολικά τα πράγματα, η κατάληξη είναι μία: ο Αλής κατόρθωσε να αλλάξει την εικόνα· στις περιοχές-του κυριαρχούσε μια πρωτόφαντη για την οθωμανική επικράτεια τάξη και ασφάλεια, πράγμα που διευκόλυνε σε μεγάλο βαθμό το εμπόριο, και επομένως τη συνολική οικονομική ανάπτυξη. Παράλληλα συγκροτήθηκε μια πολύ αξιόλογη στρατιωτική δύναμη, εξαιρετικά επίφοβη στους αντιπάλους-του, ενώ οι ευρωπαϊκές ναυτικές δυνάμεις, Αγγλία και Γαλλία επιζητούσαν την εύνοια ή τη συμμαχία μαζί-του. Οι διπλωματικές αποστολές, επίσημες ή όχι, ήταν συχνές στην αυλή-του.

Το δεύτερο σκέλος απέβλεπε στην επέκταση της κυριαρχίας-του σε περισσότερα εδάφη. Κάποια στιγμή έφτασε να διοικεί, ο ίδιος και οι γιοί-του, όλη σχεδόν τη νότια βαλκανική χερσόνησο. Το τρίτο σκέλος ήταν η προσωπική συσσώρευση πλούτου. Ο Αλής φρόντισε να αγοράσει τη γη πολλών εκατοντάδων χωριών (κάποιος λογαριασμός τα ανεβάζει σε 400 στην Ήπειρο και άλλα τόσα στη Θεσσαλία και τη νοτιότερη Ελλάδα), να αυξήσει τα κοπάδια-του --φαίνεται ότι ξεπέρασε το ένα εκατομμύριο κεφάλια-- να συγκεντρώσει επίσης αμύθητα αποθέματα χρυσαφιού, νομισμάτων, πολύτιμων λίθων.

Γνωρίζουμε αρκετά για τα Γιάννινα εκείνων των χρόνων· εδώ ας περιοριστούμε σε μια κάπως τηλεγραφική περιγραφή, από καλόν όμως μάρτυρα, τον Αθανάσιο Ψαλίδα: «Έχει δε σπίτια 3.000 σχεδόν· 1.700 ρωμαίικα, 1.000 τούρκικα, και ώς 300 εβραίικα. Έχει δε φρούρια δύο, το παλαιόν, το μεγαλύτερον, οπού ανεκαινίσθη από τον βεζίρην Αλήπασιαν τον Τεπελενλή, και το νέον στα Λιθαρίτσια το μικρόν, οπού από τον ίδιον εκτίσθηκεν ηγεμόνα. Έχει δε και παλάτια υπέρλαμπρα αυθεντικά 5· εκκλησίες 7, και τζαμιά 17· ένα μικρόν μπεζεστένι εις την αγοράν θολογύριστον, σχολεία δε εις τα οποία σπουδάζουν υπέρ τους 400 μαθητάς την ελληνικήν και λατινικήν γλώσσαν, την Ποιητικήν, την Ρητορικήν, την Γεωγραφίαν, την Μαθηματικήν την Φιλοσοφίαν και την Θεολογίαν». Αν πολλαπλασιάσουμε τον αριθμό των σπιτιών με το 4,5 ή το 5 --μέσο όρο μιας οικογένειας-- έχουμε έναν συνολικό πληθυσμό 13.500 με 15.000 κατοίκους πάνω-κάτω.

Τα Γιάννινα είναι χτισμένα πάνω σε μια μικρή ρομβοειδή χερσόνησο στην ομώνυμη λίμνη· η βορειοδυτική-της άκρη υψώνεται πολύ, κι εκεί απάνω υπήρχε από τον 17ο αιώνα ένα περήφανο τζαμί, που ώς σήμερα στολίζει την πόλη. Πάνω σ’ ένα πλατύτερο ψήλωμα στη βόρεια άκρη υπήρχαν από τα μεσαιωνικά χρόνια τα παλάτια των ηγεμόνων και μια ακρόπολη. Ο Αλής οχύρωσε περισσότερο και τα δύο ψηλώματα, και ξανάφτιαξε το παλάτι. Με ενδιαφέρουν όμως κυρίως τα τείχη της πόλης. Η ανακαίνισή-τους ολοκληρώθηκε στα 1815, τη στιγμή της μεγάλης ακμής-του, όταν οι σκέψεις γι’ ανεξαρτησία τον απασχολούσαν έντονα. Η πόλη ήταν περιτειχισμένη από παλιά, από τα μεσαιωνικά χρόνια, όμως ο Αλής τα ξανάχτισε σχεδόν από την αρχή. Ψηλά, 20 με 30 μέτρα, φαρδιά, με διπλή σειρά πολεμίστρες, και με υπόγειες στοές από κάτω, ώστε τα πολεμοφόδια κι οι υπερασπιστές να κυκλοφορούν ελεύθερα και προστατευμένα σ’ όλη-τους την περιφέρεια, εντυπωσιάζουν έως σήμερα τον επισκέπτη.

Σκέφτομαι όμως πόσο θα εντυπωσίαζαν τότε τους ντόπιους υπηκόους, και όσους άλλους, εχθρούς και φίλους, τα ενατένιζαν καθώς πλησίαζαν την πόλη. «Δυνατός αφέντης», θα σκέφτονταν. Όσο ξέρω, ο Αλής δεν είχε επισκεφθεί ποτέ την Κωνσταντινούπολη, αλλά σίγουρα θα είχε ακούσει για τα περίφημα τείχη-της. Ούτε κι εγώ την έχω επισκεφθεί, μόνο στις απεικονίσεις τα έχω δει -- αλλά γνωρίζουμε όλοι πως στον παλιό κόσμο ή έννοια του κάστρου κι έννοια της μεγάλης πόλης σχεδόν ταυτίζονταν. Μεγάλο κάστρο, ή απλά Κάστρο ονομάζονταν στα παλιά τα χρόνια και το Ηράκλειο στην Κρήτη.

Αυτό που με ενδιαφέρει, αυτό στο οποίο θέλω να επιστήσω την προσοχή-μας, είναι ότι και ο Αλής ταύτιζε την έννοια της δύναμής-του με την οχυρωμένη πόλη. Μια μικρή Κωνσταντινούπολη πρέπει να είχε στο νού-του, όταν επέβλεπε το χτίσιμο των τειχών της δικής-του πόλης. Και να είναι, και να φαίνεται δυνατή, να επιβάλλεται. Πρέπει ωστόσο να κρατήσουμε μια ουσιαστική λεπτομέρεια στο μυαλό-μας: τα τείχη ήταν ψηλά, ισχυρά, καλοχτισμένα, αλλά με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο. Δεν είχαν τηρηθεί οι απαιτήσεις της σύγχρονης οχυρωματικής τέχνης· προβεβλημένοι δηλαδή προμαχώνες, που να βοηθούν στην αλληλοκάλυψη και να διευκολύνουν την άμυνα.

Η οριστική ρήξη του Αλή με τον σουλτάνο

Η οριστική ρήξη του Αλή με τον σουλτάνο έγινε, όπως ξέρουμε το 1820. Ο σουλτάνος αφαιρούσε σταδιακά αρμοδιότητες από τον υποτελή-του, ώσπου τον Ιούλιο όρισε καινούριο πασά, ο οποίος έσπευσε να συγκεντρώσει στρατεύματα, κατέλαβε διαδοχικά τα περιφερειακά κάστρα, και από τον Αύγουστο πολιορκεί τα Γιάννινα. Δεν θα παρακολουθήσουμε από κοντά τις λεπτομέρειες, δεν μας ενδιαφέρουν. Μας ενδιαφέρει απλώς το γενικό σχέδιο και του Αλή και των αντιπάλων-του. Ο Αλής κλείστηκε στην πόλη-του, οχυρώθηκε, και έλπιζε να αντέξει ώσπου να εξαντληθούν οι πολιορκητές.

Φρόντισε να συμμαχήσει με τους γύρω μπέηδες, με τους παλιούς εχθρούς-του, ακόμα και με τους περίφημους Σουλιώτες, ώστε ένας δεύτερος πολιορκητικός κλοιός να στηθεί σιγά-σιγά γύρω από τα σουλτανικά στρατεύματα που τον πολιορκούσαν. Αυτό ήταν όλο· πόλεμος φθοράς -- ποιος θα βαστάξει περισσότερο. Ούτε καινούριες εστίες εξέγερσης, ούτε ευρύτερες συμμαχίες -- παρά τις παλιές επίμονες προσπάθειες του Αλή να κρατήσει διπλωματικές σχέσεις με τους Ευρωπαίους. Και το κυριότερο: καμία αλλαγή στο ιδεολογικό σκηνικό. Ο ένας αφέντης, ο τοπικός από τη μια, ο άλλος αφέντης, ο κεντρικός από την άλλη· ο σουλτάνος και οι σουλτανικοί, ο Αλής και οι αληπασαδικοί: αυτά ήταν τα δύο στρατόπεδα.

Χάρη στην ισχυρότατη πολεμική μηχανή που είχε οργανώσει, χάρη στην τεράστια περιουσία-του σε πολύτιμα μέταλλα και διαμαντικά, ο Αλής βάσταξε δεκατέσσερις ολόκληρους μήνες. Αρκετοί πιστοί-του φοβήθηκαν και τον εγκατέλειψαν· παράτησε τότε την πόλη-του, την έκαψε --τα ψηλά τείχη δεν άρκεσαν να την υπερασπίσουν για πολύ-- και κατέφυγε στην ακρόπολη, κρατώντας και το δεύτερο φρούριο έξω από την πόλη, τα Λιθαρίτσια -- έσχατη άμυνα, απελπισμένη. Όμως όσο ζούσε, πάντα υπήρχε μια μικρή ελπίδα· με το χρήμα-του δοκίμαζε να εξαγοράσει κάποιους από τους πολιορκητές-του, ακόμα και τη συγχώρεση του σουλτάνου ίσως κατόρθωνε να εξασφαλίσει. Όλα κρέμονταν από αυτό το λεπτό σημείο: την ευμένεια του σουλτάνου, τη μεταστροφή-του. Αν την πετύχαινε, κάποιος γιος ή εγγονός-του θα μπορούσε να γίνει πασάς στη θέση-του· όλα θα μπορούσαν να ξαναρχίσουν από την αρχή.

Μ’ άλλα λόγια δεν μπορούμε να φανταστούμε ποιο θα ήταν το επόμενο βήμα του Αλή αν κέρδιζε τον πόλεμο. Αυτονομία -- δηλαδή; Για να γίνει ένα κράτος ανεξάρτητο, χρειάζεται να το αναγνωρίσει η διεθνής κοινότητα· ποιο ευρωπαϊκό κράτος θα αναγνώριζε τί; Ακόμα κι αν η δύναμη των πραγμάτων το επέβαλε, με ποιο όνομα, με ποια σύμβολα; Δηλαδή σε ποια ιδεολογική βάση; Όσο ξέρω, η σκέψη του Αλή πασά δεν είχε κάνει παρά μισό βήμα προς αυτήν την κατεύθυνση: στην κρισιμότερη στιγμή, όταν έβλεπε τους πάντες να τον εγκαταλείπουν, σκέφτηκε να προτείνει έναν συλλογικό τρόπο διακυβέρνησης, ένα είδος ευρωπαϊκού συντάγματος -- την ίδια στιγμή όμως προσπαθούσε να διαλλαχθεί με τον σουλτάνο: του πρότεινε να αποσυρθεί υπέρ του μικρότερου γιου-του, του Σαλίχ, ή έστω, ν’ αμνηστευθεί, προσφέροντας ως αντάλλαγμα τους θησαυρούς-του.

Ο Αλέξης Πολίτης διδάσκει νεοελληνική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Πηγή:http://www.avgi.gr