Παρασκευή 2 Απριλίου 2010

Η νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού

Του ROSINO GIBELLINI


Στις 20 Οκτωβρίου 1953, ο ερμηνευτής της Καινής Διαθήκης (τότε καθηγητής στη Γοττίγγη) Ernst Kaesemann έδωσε μια διάλεξη στο σύλλογο των πρώην φοιτητών του Μάρμπουργκ με θέμα Το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, η οποία έμελλε να εγκαινιάσει αυτό που ο Βορειοαμερικανός βιβλικός ερευνητής James Robinson θα ονομάσει "νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού" (New Quest of Historical Jesus).

Από την παλαιά στη νέα έρευνα για τον ιστορικό Ιησού. Η Old Quest, η παλαιά έρευνα, είχε ολοκληρωθεί στις αρχές του αιώνα με το έργο του Albert Schweitzer, Από τον Reimarus στον Wrede:Μια ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού [Von Reimarus zu Wrede: eine Geschichte der Leben - Jesu - Forschung] (1906), το οποίο επανεκδόθηκε εμπλουτισμένο το 1913, με τον ελαφρώς παραλλαγμένο τίτλο Ιστορία της έρευνας του βίου του Ιησού [Geschichte der Leben - Jesu - Forschung].

Στο βιβλίο αυτό ο συγγραφέας παρουσίαζε τις κυριότερες σχετικές μελέτες, ξεκινώντας από τα Αποσπάσματα [Fragmente] του Reimarus, δημοσιευμένα από τον Lessing μεταξύ 1774 και 1778, και φθάνοντας διά μέσου των Paulus, Schleiermacher, Strauss, Bauer και Renan στις εσχατολογικές ερμηνείες της μορφής του Ιησού, γραμμένες από τον Wilhelm Wrede και τον Schleiermacher, για να καταλήξει σε ένα απογοητευτικό συμπέρασμα: "Αυτό το βιβλίο", διαβάζουμε στον πρόλογο του 1906, "κατά βάθος, δεν θέλει τίποτε άλλο παρά να παρουσιάσει την παραφροσύνη που συνδέεται με το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, όπως σκιαγραφείται από τη σύγχρονη θεολογία, γιατί αυτή η παραφροσύνη είναι αποτέλεσμα της ανασύνθεσης των εσωτερικών διαδοχικών φάσεων της έρευνας πάνω στη ζωή του Ιησού".

Με τα ίδια περίπου λόγια ο συγγραφέας άρχιζε να διατυπώνει τα τελικά συμπεράσματά του: "Εκείνοι που αρέσκονται να μιλούν για αρνητική θεολογία δεν υπάρχει λόγος να ανησυχούν με τα αποτελέσματα της έρευνας πάνω στον βίο του Ιησού. Και αυτά αρνητικά είναι".

Στο μεταξύ μεσολάβησαν δύο γεγονότα: α) μια νέα αρχή στη θεολογία, με τη διαλεκτική θεολογία, που μετά τη ρήξη της με τη φιλελεύθερη θεολογία ξεκινούσε τη θεολογική συζήτηση απευθείας από τον λόγο του Θεού, ανεξαρτητοποιώντας την από ευμετάβλητες ιστορικές ανασυνθέσεις??? β) η εμφάνιση μιας νέας μεθόδου της βιβλικής κριτικής, της μορφοϊστορικής μεθόδου (Formgeschichte), την οποία μια ομάδα ερμηνευτών (Karl Ludwig Schmidt, Martin Dibelius, Rudolf Bultmann) άρχισε να εφαρμόζει μεταξύ 1919 και 1921 στο κείμενο της Καινής Διαθήκης.


Η μέθοδος αυτή αποδείκνυε ότι τα συνοπτικά Ευαγγέλια δεν ήταν ιστορικά κείμενα (όπως πίστευε ακόμη η φιλελεύθερη κριτική), από τα οποία θα μπορούσε να προκύψει ένας Βίος του Ιησού, αλλά κείμενα πίστης, των οποίων οι ρίζες ανάγονταν στο "ζωτικό περιβάλλον" (Sitz im Leben) των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο, η -τεκμηριωμένη από τον Schweitzer στην εκτεταμένη μελέτη του - αρνητική έκβαση της έρευνας πάνω στη ζωή του Ιησού εξέβαλλε τώρα σε μια διπλή, ιστορική και θεολογική, ερμηνεία: θεολογική, γιατί η θεολογία εκκινούσε πλέον όχι από προσπάθειες ιστορικής ανασύνθεσης αλλά απευθείας από τον λόγο του Θεού, και ιστορική, γιατί για πρώτη φορά αποδεικνυόταν πως ήταν αδύνατον να συγγραφεί ένας Βίος του Ιησού.

Ο Bultmann -που με τον τρόπο του είχε υπονομεύσει τη φιλελεύθερη έρευνα περί του Ιησού- χρησιμοποιεί εκ νέου και επιτείνει τη διάκριση που είχε εισηγηθεί ο Martin Kahler προς το τέλος του περασμένου αιώνα, με το βιβλίο του Ο λεγόμενος ιστορικός Ιησούςς και ο ιστορικός Χριστός της Βίβλου [Der sogenannte historische Jesus und der geschichtliche, biblische Christus] (1982).

Για να αναλύσουμε την ανεπανάληπτη θεωρία του Bultmann, πρέπει πρώτα να αποσαφηνίσουμε δύο όρους ευρείας χρήσης στην υπαρξιστική θεολογία: Historie (επίθετο: historisch) και Geschichte (επίθετο: geschichtlich). Και οι δύο όροι μεταφράζονται ως ιστορία (επίθετο: ιστορικός), αλλά εκφράζουν δύο διαφορετικές εκδοχές του ιστορικού γεγονότος.

Ηistorie είναι η ιστορία με την έννοια αυτού που συνέβη στο παρελθόν και που μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ιστοριογραφικής έρευνας. Geschichte είναι η ιστορία με την έννοια ενός γεγονότος που διατηρεί τη σπουδαιότητά του για το παρόν και έχει νόημα και για το μέλλον. Ο Perrin, στα μαθήματά του στην Αμερική πάνω στη θεολογία του Bultmann, χρησιμοποιούσε ένα απλό και σαφές παράδειγμα: όλοι οι πρόεδροι των Ηνωμένων Πολιτειών ανήκουν στην Ηistorie, αλλά δεν είναι όλοι τόσο σημαντικοί για την αμερικανική ιστορία, όπως, παραδείγματος χάριν??? ο Αβραάμ Λίνκολν, με άλλα λόγια, δεν ανήκουν όλοι στην Geschichte.

Υιοθετώντας αυτό το νοηματικό πλαίσιο και χρησιμοποιώντας τη σχετική ορολογία οδηγούμαστε σε μερικές διαπιστώσεις. Ο ιστορικός ( historisch) Ιησούς είναι ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο Ιησούς της ιστορίας (Ηistorie), ο επίγειος Ιησούς, ο Ιησούς "όπως πραγματικά υπήρξε", και ο οποίος ενδεχομένως μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της ιστοριογραφικής έρευνας (αν και αποδεικνύεται ότι πολλές ιστοριογραφικές απεικονίσεις δεν συμφωνούν απολύτως με τον Ιησού της ιστορίας). Ο "άλλος" ιστορικός (geschichtlich) Χριστός είναι ο Χριστός της βιβλικής ιστορίας, ο Χριστός της Καινής Διαθήκης, η οποία διηγείται και ερμηνεύει την ιστορία του Ιησού και τη σημασία του για την πίστη, ο Χριστός του κηρύγματος, που παροντοποιεί τη σωτηρία, εδώ και τώρα, για μένα.

Ο Bultmann ασχολήθηκε και με την ιστορική έρευνα σχετικά με το πρόσωπο του Ιησού, στον οποίο αφιέρωσε ένα ωραίο τομίδιο με τον απέριττο τίτλο Ιησούς (1926). Το βιβλίο αυτό στηρίζεται στα πορίσματα της πλατιάς έρευνας σχετικά με την Ιστορία της συνοπτικής παράδοσης [Die Geschichte der synoptischen Tradition] (1921).

Αν δεν είναι δυνατόν να συντάξουμε ένα Βίο του Ιησού, επειδή μας διαφεύγουν πολλά στοιχεία εξαιτίας της ιδιοτυπίας των πηγών που πρέπει να χρησιμοποιήσουμε, είναι ωστόσο εφικτό να σκιαγραφήσουμε τα ουσιώδη σημεία του κηρύγματός του. Όπως σημειώνει ο Bultmann στην κατατοπιστική εισαγωγή του βιβλίου του Ιησούς: "Το αντικείμενό του [του βιβλίου], λοιπόν, δεν είναι ο βίος ή η προσωπικότητα του Ιησού, αλλά μόνο η διδασκαλία του, το κήρυγμά του.

Και αν ξέρουμε λίγα για τη ζωή και την προσωπικότητα του Ιησού, ξέρουμε όμως πολλά για το κήρυγμά του, ώστε να είμαστε σε θέση να συνθέσουμε μια πιστή εικόνα του".

Παρ' όλα αυτά ο Ιησούς της Historie -στο μέτρο τουλάχιστον που μπορεί να ανασυγκροτηθεί ιστορικά- δεν είναι σημαντικός για την πίστη. Για την πίστη είναι σημαντικός ο Χριστός του κηρύγματος. Βέβαια, ο Χριστός του κηρύγματος προϋποθέτει ότι (dass) ο Ιησούς εμφανίστηκε, κήρυξε και πέθανε στον σταυρό, όμως το πώς (wie) και το τι (was) της επίγειας ιστορίας του (Historie) δεν είναι σημαντικό για την πίστη, αλλά ενδεχομένως μόνο για την ιστορική έρευνα.

Το ίδιο το κήρυγμα του Ιησού δεν είναι κήρυγμα. Στο έργο του Ο αρχέγονος χριστιανισμός (1949), ο Bultmann πραγματευόταν το εσχατολογικό κήρυγμα του Ιησού, εντάσσοντάς το στο κεφάλαιο περί ιουδαϊσμού και όχι στο κεφάλαιο περί αρχέγονου χριστιανισμού. Και άρχιζε το έργο του Θεολογία της Καινής Διαθήκης (το πρώτο σχεδίασμα του 1948) με την ακόλουθη κατηγορηματική δήλωση: "Το κήρυγμα του Ιησού ανήκει στις προϋποθέσεις της θεολογίας της Καινής Διαθήκης χωρίς να αποτελεί μέρος της ίδιας της θεολογίας".

Κατά τον Bultmann, αφετηρία του χριστιανισμού είναι η εμπειρία του Πάσχα και το κήρυγμα της Εκκλησίας, δηλαδή η πίστη στον Χριστό και το ευαγγελίζεσθαι Χριστόν. Αυτή η άποψη έμελλε να θεωρηθεί απαράδεκτη ακόμη και από τους ίδιους τους μαθητές του ερμηνευτή του Μάρμπουργκ. Γράφει σχετικά ο Ernst Fuchs: "Η χιονοστιβάδα έπεσε στην κοιλάδα προτού ακόμη ο Kaesemann εξαπολύσει τα πυρά του".

Ernst Kasemann: Το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού. Ο Kasemann, σε μια εκρηκτική διάλεξή του τον Οκτώβριο του 1953 γύρω από το πρόβλημα του ιστορικού Ιησού, επεσήμανε μια διαφοροποίηση: "Η κατάστασή μας χαρακτηρίζεται λοιπόν από το γεγονός ότι το τυπικά φιλελεύθερο πρόβλημα του ιστορικού Ιησού αποκτά τώρα ένα νέο θεολογικό ειδικό βάρος".

Ο Kaesemann αφομοιώνει πλήρως τους καρπούς της ιστορικοκριτικής έρευνας: ο ιστορικός εφαρμόζοντας την επιστημονική μέθοδό του στην Καινή Διαθήκη, μπορεί να φθάσει μονάχα στο κήρυγμα της αρχέγονης Εκκλησίας και όχι στον επίγειο Ιησού, τον ιστορικό Ιησού. Εξ ου και η αδυνατότητα σύνταξης ενός Βίου του Ιησού. Πράγματι, η βιογραφία ενός ιστορικού προσώπου προϋποθέτει την ανάπτυξη τόσο των εσωτερικών όσο και των εξωτερικών πτυχών του χαρακτήρα του.

Όμως στην περίπτωση του Ιησού, εξαιτίας της ιδιοτυπίας των διαθέσιμων πηγών, αφενός από εσωτερική άποψη, δηλαδή σχετικά με την ψυχολογία του προσώπου, δεν γνωρίζουμε τίποτε, αφετέρου, από εξωτερική άποψη, τα στοιχεία που διαθέτουμε είναι τόσο ελάχιστα που δεν επιτρέπουν να μιλάμε για μια ιστορική προσωπογραφία.

Οι πηγές δεν μας παραδίδουν facta bruta, ικανά να χτίσουν μια ιστορία, αλλά μόνο μια ιστορία που έχει υποστεί ερμηνεία: "Η κοινότητα δεν μπορούσε και δεν ήθελε να ξεχωρίσει αυτήν την ιστορία (Ηistorie) από τη δική της ιστορία (Geschichte). Δεν μπορούσε και δεν ήθελε να αφήσει κατά μέρος την πίστη της στην ανάσταση και να διαφοροποιήσει τον επίγειο από τον αναστημένο Κύριο.

Η κοινότητα, μολονότι διατηρούσε την ταυτότητα και των δύο, διακήρυσσε ότι η αποκλειστική εξάρτηση των προβλημάτων από τον ιστορικό Ιησού θα σήμαινε αφαίρεση". Ωστόσο, αυτό δεν συνεπάγεται πλήρη υπέρβαση της προβληματικής της φιλελεύθερης θεολογίας γιατί, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν πρόκειται για μια ιστορία υποκείμενη στην ερμηνεία (Geschichte), παραμένει πάντα μια ιστορία (Ηistorie). Είναι τα ίδια τα Ευαγγέλια εκείνα που μας επιβάλλουν την ιστορική προβληματική. Πράγματι, τα Ευαγγέλια ιστορικοποιούν ό,τι δεν είναι δυνατόν να ιστορικοποιηθεί (την ενέργεια του Θεού): τα Ευαγγέλια διηγούνται.

Το ιστορικό στοιχείο (das Historische) στα Ευαγγέλια λειτουργεί με δύο τρόπους: α) τονίζει ότι αυτό που συνέβη μία φορά στην ιστορία είναι ανεπανάληπτο, συνέβη άπαξ διά παντός (εφάπαξ), β) τονίζει το extra nos της σωτηρίας: αυτό που προηγείται πάντα της πίστης, η οποία πηγάζει από τα βάθη της υποκειμενικότητας, είναι η ενέργεια του Θεού που φανερώθηκε στην ιστορία του Ιησού.

"Μας επιτρέπεται να αποφανθούμε ότι η ιστορία [Ηistorie] του Ιησού έχει ιδρυτικό ρόλο για την πίστη, διότι ο αναστημένος Κύριος και ο επίγειος Κύριος ταυτίζονται. Η πίστη στην ανάσταση, αν και δεν υπήρξε το πρώτο ή το μοναδικό περιεχόμενο του χριστιανικού κηρύγματος, αποτελεί τη βάση του. Κατά κάποιον τρόπο, αυτή η πίστη στην ανάσταση προϋπέθετε σαφή συνείδηση του γεγονότος ότι η ενέργεια του Θεού προηγήθηκε της δικής μας πίστης και το επαληθεύει συμπεριλαμβάνοντας στο κήρυγμά της την επίγεια ιστορία του Ιησού".

Έτσι, η διαπίστωση ότι είναι αδύνατον να ανασυντεθεί ένας Βίος του Ιησού δεν προκαλεί παραίτηση και σχετικισμό, ικανά να οδηγήσουν σε αδιαφορία για τον επίγειο Ιησού. Εάν δεν είναι πλέον εφαρμόσιμη η παλαιά οδός της φιλελεύθερης έρευνας, παραμένει πάντα επίκαιρο το ζήτημα -το οποίο η θεολογία του Bultmann απλώς καταργεί- της συνέχειας μεταξύ του μηνύματος του Ιησού και του κηρύγματος της Εκκλησίας??? με αυτήν την έννοια, το ζήτημα του ιστορικού Ιησού πρέπει να επανεξεταστεί με νέες μεθόδους και πάνω σε νέες βάσεις.

Κατέληγε ο βιβλικός ερμηνευτής: "Το ζήτημα του ιστορικού Ιησού δικαίως είναι εκείνο της συνέχειας του Evangelium στην ασυνέχεια του χρόνου και στη διαφοροποίηση του κηρύγματος. Εμείς οφείλουμε να θέτουμε αυτά τα ζητήματα και να αναγνωρίζουμε σε αυτά το δικαίωμα της φιλελεύθερης έρευνας σχετικά με τη ζωή του Ιησού, ακόμη κι αν δεν συμμεριζόμαστε πια αυτόν τον τρόπο διατύπωσης του ζητήματος".

Η διάλεξη του Kaesemann στο Μάρμπουργκ προκάλεσε έντονη διαμάχη, στην οποία ενεπλάκησαν όλοι οι σημαντικότεροι εκπρόσωποι της λεγόμενης σχολής του Bultmann (Braun, Bornkamm, Conzelmann, Ebeling, Fuchs), καθώς και θεολόγοι και ερμηνευτές διαφορετικού προσανατολισμού (Althaus, Jeremias).

Ο Bultmann, που θα κατηγορηθεί πολλές φορές στη διάρκεια της διαμάχης, δεν μπορούσε να μην παρέμβει, πράγμα που έκανε με τη διάλεξή του στη Χαϊδελβέργη στις 25 Ιουλίου 1959 (δημοσιευμένη το 1960 στα Πρακτικά της Ακαδημίας Επιστημών της Χαϊδελβέργης) με θέμα Η σχέση ανάμεσα στο μήνυμα του Χριστού του πρώιμου χριστιανισμού και στον ιστορικό Ιησού [Das Verhaltnis der urchristlichen Christusbotschaft zum historischen jesus], όπου επεξηγούσε με ακρίβεια τη σκέψη του. Η παρέμβαση του Bultmann αναζωπύρωσε τις στάχτες της φιλονικίας.

Το 1964 ο Kaesemann δημοσίευσε μια μελέτη με τίτλο Αδιέξοδα στη διαμάχη γύρω από τον ιστορικό Ιησού [Sackgassen im Streit um den historischen Jesus], στην οποία έκανε τον απολογισμό μιας δεκαετίας συζητήσεων. Ο ογδοντάχρονος Bultmann, στο τέλος του τέταρτου και τελευταίου τόμου της συλλογής των συστηματικών κειμένων του υπό τον τίτλο Πίστη και κατανόηση (1965), ως εύγλωττο συμπέρασμα έδινε μια Απάντηση στον Kaesemann [Antwort an Kasemann]. O James Robinson ήταν σε θέση να μιλά για τη New Quest ως την αφετηρία μιας "μετά τον Bultmann περιόδου" στη θεολογία.


Πηγή:avgi.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου